Όλοι έχουμε βιώσει εκείνο το άγχος και την ντροπή πριν την πρώτη μας ερωτική συνεύρεση. Ακόμα και όντας πιο έμπειροι αργότερα, πολλοί βιώνουμε μια έντονη αμηχανία και στρες πριν την πρώτη σ3ξουαλική επαφή με ένα νέο παρτενέρ. Και αν και τα παραπάνω είναι αναμενόμενα και λογικά, υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που ο έντονος φόβος γύρω από το σ3ξ τους κυριεύει σε βαθμό που το αποφεύγουν πάση θυσία. Αυτό σύμφωνα με τους ειδικούς ονομάζεται ερωτοφοβία και αφορά είτε την ίδια την ερωτική πράξη, είτε οτιδήποτε τη συνοδεύει, π.χ. τα προκ@ταρκτικά ή η προφορική αναφορά στο σ3ξ.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί πως υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί ορισμοί που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τον όρο, όπως γενοφοβία ή coitophobia, που προέρχεται από τη λατινική λέξη «coitus» που σημαίνει συνουσί@ και την ελληνική λέξη «φόβος». Η διαφορά τους με τον όρο «ερωτοφοβία» είναι πως αυτός ο όρος περιλαμβάνει οποιαδήποτε σ3ξουαλική φοβία, όπως ο φόβος της σ3ξουαλικότητας, φόβος της γύμνιας, φόβος των σωματικών υγρών κλπ, ενώ οι δύο προηγούμενοι αφορούν καθαρά τη σ3ξουαλική πράξη.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως η φοβία για το σ3ξ, αλλά και όλες οι φοβίες γενικότερα, δεν είναι καπρίτσιο ή απόφαση του ατόμου να απέχει από αυτό επειδή δεν του αρέσει ή δεν το απολαμβάνει και δεν είναι μια υπόθεση που πρέπει να αντιμετωπίσουμε ελαφρά την καρδία. Οι φοβίες μπορούν να προκαλέσουν τόσο μεγάλη ταραχή σε ένα άτομο, ώστε να σταματήσει να είναι λειτουργικό στην καθημερινότητά του και η αντίδρασή του σε αυτές είναι ίδιες με οποιοδήποτε ιδιαίτερα στρεσογόνο συμβάν ή ερέθισμα, που ενεργοποιεί το γνωστό τρίο πιθανών αποκρίσεων: «Fight, flight, freeze».
Η τριπλέτα αυτή, είναι το προειδοποιητικό σημάδι του σώματός μας που μας προετοιμάζει να αντιμετωπίσουμε τον ενδεχόμενο κίνδυνο και είναι ζωτικής σημασίας να μην αγνοήσουμε, για να αποφύγουμε τις μακροχρόνιες συνέπειες του προβλήματος στη ζωή μας. Αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν την κοινωνική απομόνωση, την αποφυγή της δέσμευσης ή την αποφυγή της σ3ξουαλικής πράξης στη σχέση, τις ακραίες σωματικές αντιδράσεις όπως ο πανικός και ο φόβος, η εφίδρωση, η δύσπνοια ή η ταχύπνοια, η ταχυκαρδία, οι κρίσεις πανικού.
Κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει με σιγουριά ποιες είναι οι αιτίες της συγκεκριμένης φοβίας και συνήθως η προέλευση είναι πολυπαραγοντική. Παρόλα αυτά, προηγούμενη εμπειρία σ3ξουαλικής κακοποίησης, τραυματικά γεγονότα στην παιδική ηλικία και όχι μόνο, όπως body shaming ή bullying, πόνος ή παρελθοντικές άσχημες εμπειρίες στο σ3ξ, είναι οι πιο συχνοί υπαίτιοι που οδηγούν σε ερωτοφοβία. Ακόμη, η ανατροφή σε υπερβολικά αυστηρά κοινωνικά ή/ και θρησκευτικά περιβάλλοντα, που απαγορεύουν ή καταδικάζουν την ερωτική επαφή και τη σ3ξουαλικότητα ή προϋπάρχοντα άλυτα ψυχολογικά προβλήματα, μπορεί επίσης να παίξουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη μιας τέτοιας φοβίας. Βέβαια, η προέλευσή της δεν είναι απίθανο να είναι και εντελώς απροσδιόριστη και να συνδέεται με παράγοντες όπως το ταμπεραμέντο και η προσωπικότητα του ατόμου, το γεωγραφικό περιβάλλον που μεγάλωσε και διαμένει αλλά και τα γονίδιά του.
Είναι πολύ συνηθισμένο η ερωτοφοβία να συνυπάρχει με άλλες φοβίες που είτε οδηγούν, είτε σχετίζονται πολύ στενά και επηρεάζουν η μία την άλλη. Αυτές μπορεί να είναι οι εξής:
– Τοκοφοβία: ο φόβος της γέννας ενός παιδιού
– Φιλοφοβία: ο φόβος να ερωτευτείςΒ
– Νοσοφοβία: ο φόβος να κολλήσεις οποιαδήποτε ασθένεια
Επιπλέον, άλλοι παράγοντες που οδηγούν σε ερωτοφοβία μπορεί να αφορούν παθολογικές καταστάσεις των γεννητικών οργ@νων όπως:
-Κ@λπισμός: Είναι η κατάσταση κατά την οποία, οι μύες του κ@λπου συσφίγγονται ακούσια, αποτρέποντας τη διεiσδυση. Αυτό οδηγεί έντονο πόνο και συχνά είναι αποτρεπτικός παράγοντας για πολλές γυναίκες να ενδώσουν σε σ3ξουαλικές πράξεις
-Στuτική δυσλειτουργία: Είναι η δυσκολία απόκτησης ή/ και διατήρησης της στuσης του ανδρικού μ@ρίου. Αυτό δημιουργεί έντονα συναισθήματα άγχους, κατωτερότητας και ντροπής και πλήττει την αυτοπεποίθηση του ατόμου, το οποίο μελλοντικά ίσως αποφεύγει να συνερευθεί ερωτικά.
Το πρώτο, λοιπόν, βήμα για την αντιμετώπιση της ερωτοφοβίας είναι, όπως σε κάθε πρόβλημα, η αναγνώριση αυτής και των συμπτωμάτων που μας προκαλεί. Έπειτα, το να απευθυνθούμε σε κάποιον ειδικό, αποτελεί μονόδρομο, καθώς μόνοι μας ίσως είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε τα αίτια και γενικότερα ίσως αρνούμαστε να αντιμετωπίσουμε τα τραύματά μας κατάματα. Επίσης, ένας ειδικός είναι σε θέση να μας προτείνει τρόπους θεραπείας που είναι καταλληλότεροι για εμάς και με την εμπειρία του να μας καθοδηγήσει κατάλληλα.
Οι πιθανές μέθοδοι που μπορούν να βοηθήσουν είναι κυρίως η συμβουλευτική και η ψυχοθεραπεία. Πολύ βοηθητική, έχει αποδειχθεί και η μέθοδος της υπνοθεραπείας, η οποία όμως πρέπει να συνδυαστεί με ένα από τα παραπάνω, καθώς μόνη της αποτελεί απλώς μια προσωρινή λύση και ανακούφιση από τα συμπτώματα. Tέλος, είναι ζωτικής σημασίας το να αντιληφθούμε πως οι ειδικοί είναι εκεί για να μας βοηθήσουν και όχι να μας κρίνουν και πως μιλώντας σε αυτούς, βρισκόμαστε σε ένα ασφαλές και υποστηρικτικό περιβάλλον.