Μολονότι, σαν κοινωνία έχουμε ξεπεράσει πολλές αναχρονιστικές αντιλήψεις κι απόψεις, όσον αφορά το κομμάτι της σ3ξουαλικότητας του ανθρώπου παραμένουμε (σχετικά) σταθερά οπισθοδρομικοί. Το βλέπουμε στον τρόπο που κινούνται τα σόσιαλ μίντια, στη λογοκρισία μέσα στα σχολεία αλλά και στα σπίτια. Κι αν δούμε από χρονολογική ματιά τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν οι κοινωνίες το s3x και ό,τι άλλο το περιλαμβάνει, θα διαπιστώσουμε ότι όσο πιο πίσω πηγαίνουμε, τόσο μεγαλύτερο ταμπού θεωρούνταν.

Υπήρξαν, δε, κι οι εποχές που οι νέοι μάθαιναν κι ενημερώνονταν για τον έρωτα κατά κύριο λόγο από εξωτερικούς παράγοντες, όπως τα περιοδικά και η τηλεόραση, από φίλους, ή μέσω της δικής τους προσωπικής εμπειρίας. Η οικογένεια, το εκπαιδευτικό σύστημα και οι υπόλοιποι κοινωνικοί θεσμοί, ενώ προσπάθησαν να αγγίξουν, με το πέρασμα του χρόνου, το κομμάτι της σ3ξουαλικής διαπαιδαγώγησης και να το φέρουν στο προσκήνιο, ο τρόπος προσέγγισης υπήρξε διαχρονικά ασαφής, ημιτελής, χωρίς πολλές επεξηγήσεις και με υπεκφυγές. Αποτέλεσμα; Να αφήνουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα στους νέους και να τους δημιουργούν μια θαμπή εικόνα.

Αν ρωτούσαμε τα φιλικά μας πρόσωπα να μας πουν κατά πόσο οι γονείς τους, τους μίλησαν για τον έρωτα, την έλξη που μπορούμε να νιώσουμε για κάποιο άλλο άτομο, το s3x, τη συντροφικότητα, θα διαπιστώσουμε πώς κάθε γονιός αρχικά ξεκίνησε τη συζήτηση αυτή σε τελείως διαφορετικές ηλικίες, ενώ προσέγγισε το θέμα από άλλη σκοπιά. Αυτό συμβαίνει, επειδή σαν κοινωνία δεν έχουμε πλήρως αποδεχτεί ότι είναι μια φυσιολογική ανθρώπινη ανάγκη, που μας κάνει να νιώθουμε ζωντανοί. Υπάρχουν όμως και οι γονείς που με φυσικότητα μπόρεσαν και τόλμησαν να ενημερώσουν από μικρά τα παιδιά τους, θέλοντας να αλλάξουν τα κακώς (κοινωνικά) κείμενα. Έτσι, ευτυχώς για ορισμένα παιδιά, γύρω στα δώδεκα χρόνια, ανοίγεται μπροστά τους ένας νέος κόσμος, γνωρίζοντας ακόμα καλύτερα το σώμα τους. Ο γονέας καλείται να εξηγήσει για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό, τι αλλάζει από ‘δώ και πέρα. Κι όντως το κάνει.

Παραμένει ακόμα και σήμερα δύσκολο, ωστόσο, για τους εφήβους να επικοινωνήσουν με τους γονείς τους για τη σεξουαλικότητα κι ερωτικότητά τους κι αυτό γιατί ο μέσος όρος των γονέων καλλιεργεί μια αμηχανία πάνω σε αυτά τα θέματα συζήτησης. Πολλοί είναι επίσης κι εκείνοι, που ίσως φοβούνται ή ακόμα και ντρέπονται να συνομιλήσουν και απλά αρκούνται στο να δώσουν μια κατεύθυνση έρευνας στους εφήβους, αφήνοντάς τους να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα, όποια κι αν είναι αυτά. Έπειτα, λόγω έλλειψης γνώσεων, πολλοί γονείς διστάζουν να αναφερθούν στην ανθρώπινη σεξουαλικότητα, πιστεύοντας ότι θα πουν κάτι λάθος ή δε θα μπορέσουν να απαντήσουν όπως θα ήθελαν στις ερωτήσεις των παιδιών τους κι έτσι καταλήγουν να είναι απόντες σε μία τόσο σημαντική περίοδο αυτών.

Αν σκεφτούμε, όμως, αν τολμήσουμε να αναλογιστούμε πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα και πόσο θα βοηθούσε μια ανοιχτή επικοινωνία τη σ3ξουαλική μας υγεία, πόσο πολύ πιο σημαντικό είναι να νικήσει η γνώση την αμηχανία, τότε χωρίς δεύτερη σκέψη θα ανοιγόμασταν όλοι, περισσότερο.Όπως γίνονται τόσες συζητήσεις μέσα σε μία οικογένεια, για την προσωπική ασφάλεια, για το πώς πρέπει να συμπεριφόμαστε στους συνανθρώπους μας, για το περιβάλλον, την ηθική, την πολιτική, έτσι θα πρέπει να αντιμετωπίζεται η σ3ξουαλική διαπαιδαγώγηση, ως ένα απλό αλλά σημαντικό θέμα, που θέλει λεπτούς χειρισμούς. Κι αυτό γιατί, πολλοί είναι εκείνοι που θα ήθελαν οι γονείς τους να τους είχαν μιλήσει, όταν ήταν ακόμα μικροί για τον έρωτα, ώστε να είχαν αντιδράσει ίσως διαφορετικά σε κάποιες καταστάσεις, αλλά και γιατί με αυτό το τρόπο χτίζεται ταυτόχρονα και μια πιο υγιής σχέση ανάμεσα σε εμάς, το σώμα μας, τις επιθυμίες μας κι εν τέλει το τι σημαίνει αυτή η εξαιρετικά μεγάλη απόλαυση που ονομάζεται ερωτική επαφή.

Συντάκτης: Άννα Κοκολάκη