Ξημερώνει κι ανοίγεις τα μάτια σου. Σε ξύπνησε το φως απ’ τις μισάνοιχτες κουρτίνες. Είναι με το παντελόνι του. Νυσταγμένη τον παρακολουθείς να ντύνεται και να φοράει το λευκό του πουκάμισο. Ένα-ένα περνάει τα κουμπιά ξεκινώντας από κάτω μέχρι να φτάσει στο λαιμό του. Σηκώνει το γιακά κι ανοίγει την ντουλάπα. Βγάζει την κρεμάστρα με τις γραβάτες. Διαλέγει δυο και τις μοστράρει πάνω στο πουκάμισο προσπαθώντας να αποφασίσει ποια να φορέσει. Σε έχει καταλάβει που τον κοιτάς τόση ώρα. Διαλέγει τη λεπτή μπλε με τις διαγώνιες ασημένιες ρίγες. Την περνάει στο λαιμό του κι αρχίζει την ιεροτελεστία του κόμπου. Αποφασιστικά. Ξέρουν τι κάνουν τα χέρια του. Μια τελευταία διόρθωση στον κόμπο, ελέγχει το μήκος, κατεβάζει το σηκωμένο γιακά και δένει τα κουμπιά του.
Δε σου δίνει σημασία μέχρι να τελειώσει, γυρίζει και σε καλημερίζει με ένα φιλί. Το φρεσκοξυρισμένο πηγούνι του μυρίζει μάλλον σανδαλόξυλο. Η γραβάτα του πέφτει πάνω στο στέρνο σου και νιώθεις το απαλό μετάξι να σε χαϊδεύει όπως σηκώνεται για να σε αποχαιρετίσει. Ανατριχιάζεις. Το βλέπει στα μάτια σου ότι σε ξύπνησε για τα καλά. Φεύγει σιωπηλά με ένα χαμόγελο και χάνεται απ’ το δωμάτιο μέχρι να ακούσεις την εξώπορτα να κλείνει.
Καλά κατάλαβες. Ήταν εκείνη η γραβάτα. Εκείνη που τον έκανε να ξεχωρίσει εκείνο το βράδυ στο μπαρ ανάμεσα σε τόσους άλλους, κάνοντάς τους να φαίνονται αγοράκια μπροστά του. Ένα αρσενικό κλασικό, από εκείνα της παλαιάς κοπής. Δε χρειαζόταν να τον γνωρίσεις. Έβλεπες το κύρος του, την αποφασιστικότητά του στη στάση του σώματός του, την εμπειρία στο βλέμμα του. Τον χάζευες και σου χαμογέλασε όπως σήμερα το πρωί. Σε είχε καταλάβει.
Ήταν εκείνη η γραβάτα που είχες πιάσει με το χέρι σου για να τον φέρεις πιο κοντά στα χείλη σου. Δε σε ένοιαζε ποιος θα κάνει την πρώτη κίνηση. Την έκανε το μετάξι για εσάς. Τόσο απαλό όσο και το χέρι του στη μέση σου. Σε είχε κερδίσει χωρίς να πει πολλά. Πώς να αντισταθείς όταν ο εγκέφαλός σου έχει ήδη παραδοθεί;
Ήταν εκείνη η γραβάτα που χρησιμοποίησε προχτές το βράδυ. Και πώς να την ξεχάσεις. Δεν είναι ικανή να αφήσει σημάδια στο κορμί σου αλλά μπορεί να παραλύσει το μυαλό σου. Είδε ότι φλέρταρες με τη γραβάτα του. «Σ’ αρέσει;» ψιθύρισε. Με ένα καταφατικό νεύμα σου κι ένα χαμόγελό του άρχισε να την τραβάει απ’ τον κόμπο για να λυθεί. Η γραβάτα είναι στα χέρια του. Εκείνο το βράδυ, η γραβάτα του ήταν ο τρίτος ανάμεσά σας.
Την περνάει γύρω απ’ το λαιμό σου και την δένει -με τον ίδιο κόμπο που τον είδες να την κάνει σήμερα το πρωί. Εκείνη η αίσθηση στο λαιμό σου, να τραβάει το σώμα σου όρθιο ενώ αυτό θέλει να καταρρεύσει από ηδονή, με εκείνον να την κρατάει σαν χαλινάρια, υποτάσσοντας κάθε ταμπού κι άμυνα. Παίρνει το χέρι σου, λύνει τη γραβάτα και την περνάει ανάμεσα στα κάγκελα του κρεβατιού. Και τα δυο χέρια, δεμένα πλέον μεταξύ τους, ανίκανα να επιβάλουν κάθε κίνηση πάνω στο κορμί του. Έχει τον έλεγχο.
Όταν πλέον παραδομένοι απ’ την κούραση σου λύνει τα χέρια και ψάχνει να κλείσει το βράδυ σας με μυστήριο. Ένα παθιασμένο φιλί πολλά υποσχόμενο με τη γραβάτα να σου κλείνει τα μάτια. Μόνο η ακοή κι η αίσθηση της αφής έμειναν για να τελειώσει η νύχτα, κι εσείς μαζί.
Είναι με το παντελόνι του. Νυσταγμένη τον παρακολουθείς να ντύνεται και να φοράει το λευκό του πουκάμισο. Ένα-ένα περνάει τα κουμπιά ξεκινώντας από κάτω μέχρι να φτάσει στο λαιμό του. Σηκώνει το γιακά κι ανοίγει την ντουλάπα. Βγάζει την κρεμάστρα με τις γραβάτες. Διαλέγει δυο και τις μοστράρει πάνω στο πουκάμισο, προσπαθώντας να αποφασίσει ποια να επιλέξει. Σε έχει καταλάβει που τον κοιτάς τόση ώρα. Διαλέγει τη λεπτή μπλε με τις διαγώνιες ασημένιες ρίγες. Την περνάει στο λαιμό του κι αρχίζει την ιεροτελεστία του κόμπου. Αποφασιστικά. Ξέρουν τι κάνουν τα χέρια του.
Ξέρει γιατί διάλεξε αυτή τη γραβάτα. Κι εσύ ξέρεις!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη