Έχεις σκεφτεί ποτέ πώς και πόσο η εποχή κι η κοινωνία στην οποία γεννιέσαι μπορούν να σε καθορίσουν και να σε χαρακτηρίσουν; Σήμερα, μπορεί να είσαι μια γυναίκα που λατρεύει το σεξ, ακόμη και με διαφορετικούς συντρόφους κι αυτό να θεωρείται απόλυτα σεβαστό και φυσιολογικό. Στη Βικτωριανή εποχή, όμως, θα κουβαλούσες τη διάγνωση της νυμφομανούς!
Τυπικά, η «νυμφομανία» είναι μια ψυχική ασθένεια η οποία αρχικά περιγράφηκε ως μια «γυναικεία παθολογία υπερβολικά διεγερμένων γεννητικών οργάνων» και μια «ασθένεια των επιπέδων της σεξουαλικής ενέργειας που ξέσπασε, καθώς και η απώλεια ελέγχου του μυαλού πάνω στο σώμα». Θεωρητικά, λοιπόν, συνδέεται με την έννοια του υπερβολικού, του υπέρμετρου, του παθολογικού. Φαίνεται, μάλιστα, πως ορισμένες από τις συμπεριφορές που οδήγησαν σ’ αυτήν την ταξινόμηση ήταν γυναίκες που έβγαζαν τα ρούχα τους δημόσια ή άρπαζαν τον πρώτο άντρα που ήταν κοντά τους κι επιθυμούσαν να συνευρεθούν μαζί του ερωτικά, καταστάσεις αρκετά ακραίες ανεξαρτήτως κοινωνικού πλαισίου δηλαδή. Στην πραγματικότητα, όμως, τότε οι γυναίκες διέτρεχαν τον κίνδυνο να υποβληθούν σε θεραπεία για νυμφομανία ακόμα κι επειδή μπορεί να έφεραν παιδιά εκτός γάμου ή απλώς αυνανίζονταν.
Συγκεκριμένα, για να θεραπεύσουν την τρέλα της εμμονής με το σεξ, οι χειρούργοι του τέλους του 19ου αιώνα δε δίσταζαν να κάνουν «εκτομή ωοθηκών» και να πετσοκόβουν χιλιάδες γυναίκες, γιατί απλά είχαν σεξουαλικές παρορμήσεις. Διότι, εκείνη την εποχή, οι ειδικοί πίστευαν ότι η γυναίκα είναι ολοκληρωτικά παραδομένη στο αναπαραγωγικό της καθήκον και κάθε συγκινησιακή παρέκβαση συνδεόταν αυτόματα με τα προβλήματα του έμμηνου κύκλου. Βέβαια, οι πρακτικές υπάρχουν ακόμη, κυρίως σε ορισμένες χώρες της Αφρικής όπου γίνεται ακόμη κλειτοριδεκτομή.
Είναι εμφανώς αμφίβολη η σχέση της νυμφομανίας με μια πραγματικά ιατρική-παθολογική κατάσταση, καθώς η ευκολία με την οποία δινόταν σχετική διάγνωση τότε φανερώνει μια άρρηκτη σχέση με την καταπίεση των φύλων κατά τη βικτωριανή εποχή. Όπως ήταν λογικό, λοιπόν, ο όρος αυτός σήμερα έχει σχεδόν χάσει την επιστημονική του χρήση, ενώ χρησιμοποιείται συνήθως χιουμοριστικά πια προς μια γυναίκα με έντονη σεξουαλικότητα.
Επιστημονική συζήτηση, ωστόσο, γύρω από παθολογικών διαστάσεων υπέρμετρη σεξουαλικότητα υπάρχει. Είτε ως σύμπτωμα άλλων διαταραχών προσωπικότητας, ψυχαναγκασμών ή άλλων ψυχικών παθήσεων είτε ως αυτοτελής διαταραχή, η υπερ-σεξουαλικότητα, σε άνδρες και γυναίκες, απασχολεί τους ειδικούς ψυχικής υγείας. Βέβαια, δεν είναι ούτε η απόλαυση των σεξουαλικών πρακτικών πια το ζήτημα ούτε είναι καθαρά θέμα ποσότητας.
Η υπερ-σεξουαλικότητα δεν είναι σε καμία περίπτωση υπερ-απόλαυση. Το να έχεις αυτή τη διαταραχή μάλλον οδυνηρό είναι, παρά ευχάριστο. Δεν ικανοποιείσαι ποτέ, πάντα ψάχνεις το περισσότερο. Δε διαφέρει και πολύ, θα λέγαμε, από έναν ιδεοψυχαναγκασμό στην πραγματικότητα. Ένα θέμα σου στοιχειώνει το μυαλό, αυτό της σεξουαλικής ικανοποίησης και σε βασανίζει. Η επιθυμία σου για σεξουαλικές δραστηριότητες είναι συνεχής και δε διακρίνεται αναλόγως του ποιον έχεις απέναντί σου ή ακόμα και το αν θα μοιραστείς αυτή τη δραστηριότητα με κάποιον άλλον. Δεν μπορείς καν να σκεφτείς τις πιθανές επιπτώσεις των επιλογών σου. Όλο αυτό είναι μια ένταση που το μόνο που θες είναι να αποφορτιστεί. Δεν αναζητάς την απόλαυση, αλλά τη μείωση της οδύνης από αυτό που έχει αιχμαλωτίσει το «είναι» σου. Ψυχαναγκαστικά επιζητείς τη σεξουαλική συνεύρεση ή ερεθίζεις μόνος σου το κορμί σου ώστε να αυτοϊκανοποιηθείς. Πορνογραφία και διαδικτυακό και τηλεφωνικό σεξ είναι σύμμαχοί σου σε αυτό.
Ο οργανισμός σου θα παράξει ορμόνες, της αγάπης και της χαράς, που θα φέρουν την ευφορία και θα σε ανακουφίσουν. Στην ουσία αυτό είναι που ψάχνεις. Είσαι εθισμένη σ’ αυτές τις ουσίες κι όσο δεν τις έχεις, σαν άλλος ναρκομανής ψάχνεις τυφλωμένη τη δόση σου. Αυτό, δε, ίσως να είναι κι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι η υπερ-σεξουαλικότητα είναι μόνο η επιφάνεια, πίσω από την οποία αν ψάξεις θα βρεις ανεξέλεγκτο άγχος, κατάθλιψη, χαμηλή αυτοεκτίμηση, ενοχές και συναίσθημα ντροπής, που χρειάζονται τις ορμόνες αυτές για να ισορροπήσουν.
Επειδή η ποσότητα κι η ποιότητα των ανθρωπίνων συμπεριφορών εντοπίζεται πάνω σε ένα συνεχές, δεν είναι εύκολο να ορίσουμε το υπερβαίνον του φυσιολογικού παρά μόνον κρίνοντάς το με όρους λειτουργικότητας. Σημαντικότατο στοιχείο, βέβαια, για το αν θα διαγνωστεί κάποιος με τη διαταραχή υπερ-σεξουαλικότητας είναι το χρονικό διάστημα που εμφανίζει τα σύμπτωμα. Το αμερικανικό εγχειρίδιο ψυχιατρικών νοσημάτων ορίζει πως για να πρόκειται για διαταραχή, το άτομο θα πρέπει να παρουσιάζει τη συμπεριφορά αυτή για ένα διάστημα έξι μηνών κατ’ ελάχιστον.
Η εμμονή κι ο εθισμός οποιασδήποτε μορφής, εν τέλει, δεν είναι ποτέ επιθυμητός, διότι είναι σχεδόν βέβαιο πως θα επηρεάσει την ομαλότητα του συνόλου της ζωής ενός προσώπου. Πόσο δε μάλλον, η σεξουαλικότητα η οποία αποτελεί τη βασικότερη παρόρμηση της ανθρώπινης ύπαρξης, όταν δυσανάλογα δεσμεύει την ενέργειά μας, δεν μπορεί παρά να μας δημιουργήσει προβλήματα. Οφείλουμε, λοιπόν, να ‘μαστε όσο το δυνατόν πιο ενήμεροι για τις παγίδες των συναισθηματικών διαταραχών, ηπιότερων και πιο σοβαρών, που μπορούν να διαταράξουν την ψυχική μας υγεία. Άλλωστε σε ένα τόσο σημαντικό κομμάτι όπως το σεξ στη ζωή μας, είναι πολύ εύκολο να βγει μια ταμπέλα η οποία δεν ισχύει, άρα καλύτερα να γνωρίζουμε εμείς οι ίδιοι ποιοι είμαστε προτού αφήσουμε άλλους να ορίσουν τα θέλω και τις ορμές μας. Όποιες κι αν είναι αυτές, ή όσες.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου