

Γράφει ο Β. Σ.
Οι χωρισμοί είναι σαν ένα γερό χτύπημα στο στομάχι. Όσο κι αν τους περιμένεις, όσο κι αν τους προκαλείς, η στιγμή που μένεις μόνος σου σε ένα άδειο διαμέρισμα – ή ακόμα χειρότερα, στο ίδιο κρεβάτι αλλά χωρίς εκείνον τον άνθρωπο δίπλα σου – είναι βαρύ φορτίο. Και ενώ όλοι θα σου πουν ότι «ο χρόνος γιατρεύει τα πάντα», κανείς δε σου λέει πόσο αργά περνάει αυτός ο χρόνος όταν βασανίζεσαι από σκέψεις, αναμνήσεις και μηνύματα που δε θα στείλεις ποτέ.
Για μένα, ο χωρισμός αυτός ήταν μια υπαρξιακή κρίση με όλη τη σημασία της λέξης. Αμφισβήτησα τη δική μου αξία, τις επιλογές μου, ακόμα και το αν θα μπορέσω να ερωτευτώ ξανά. Τις πρώτες εβδομάδες ήμουν κλεισμένος στον εαυτό μου, βλέποντας Netflix με μια σταθερή δίαιτα από τόνους κοτομπουκιών και διπλών τσιζ. Οι φίλοι μου έκαναν ό,τι μπορούσαν: με έβγαζαν για ποτά, με παρότρυναν να κατεβάσω dating apps, μου υπενθύμιζαν ότι «υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές».
Αλλά τίποτα από αυτά δε φαινόταν να λειτουργεί. Μέχρι που, τελείως αναπάντεχα, κάτι διαφορετικό έβαλε τέλος στην κατηφόρα μου: ένα τρίο.
Από τη θεωρία στην πράξη
Η ιδέα δεν ήταν κάτι που είχα φανταστεί ποτέ για μένα. Ναι, μπορεί να το είχα συζητήσει χαλαρά με φίλους, να το είχα δει σε ταινίες, να είχα γελάσει με αμήχανες ιστορίες στο τικτοκ, αλλά δεν ήταν κάτι που θεωρούσα ρεαλιστικό. Μέχρι που ένας φίλος μου πέταξε την ιδέα στα χαλαρά:
«Αυτό που χρειάζεσαι τώρα δεν είναι ούτε rebound, ούτε κουβέντες για το τι πήγε λάθος. Χρειάζεσαι να νιώσεις ζωντανός. Να θυμηθείς ότι είσαι επιθυμητός. Να κάνεις κάτι τρελό».
Δεν ξέρω αν ήμουν απλά απελπισμένος για μια αλλαγή ή αν το υποσυνείδητό μου ήθελε κάτι εντελώς καινούργιο. Το θέμα είναι ότι λίγες μέρες αργότερα, μέσα από μια σειρά από τυχαίες συγκυρίες και ένα ανοιχτόμυαλο ζευγάρι που γνώρισα μέσω κοινών φίλων, βρέθηκα να δοκιμάζω κάτι που μέχρι τότε υπήρχε μόνο στη σφαίρα της φαντασίας μου. Τη μια στιγμή αράζαμε και πίναμε ποτά και την επόμενη, βρισκόμουν σπίτι τους, χωρίς πουκάμισο. Δεν είχα πειραματιστεί ποτέ μου σ3ξουαλικά με έναν άλλον άντρα, ούτε είχα κάνει τρίο. Επίσης, πάντα φανταζόμουν ότι αν κάνω τρίο, θα είναι σίγουρα με δυο γυναίκες. Εν τέλει με τον τύπο δεν κάναμε πολλά, κάποια χάδια και δυο φιλιά. Περισσότερο εστιάσαμε στη σύντροφό του, η οποία μπορώ να πω ότι μας χειρίστηκε άψογα και κανείς δεν ένιωσε άβολα.
Από το τίποτα, βρέθηκα να φιλάω εκείνη, ενώ ένιωθα τα χέρια του πάνω μου. Δεν υπήρχε βιασύνη – όλα κυλούσαν με έναν τρόπο σχεδόν φυσικό, λες και ο κόσμος λειτουργούσε πάντα έτσι κι εγώ απλώς άργησα να το καταλάβω. Τα ρούχα έφυγαν σιγά-σιγά, κάθε επόμενο βήμα αισθανόταν πιο σωστό από το προηγούμενο. Υπήρχε κάτι εξαιρετικά απελευθερωτικό στο να αφήνομαι στη στιγμή, χωρίς να σκέφτομαι το παρελθόν ή το μέλλον. Για πρώτη φορά εδώ και καιρό, το μυαλό μου δεν ήταν κολλημένο σε έναν χωρισμό – ήταν εδώ, στο παρόν, σε ένα βράδυ που έμοιαζε σχεδόν κινηματογραφικό.
Δεν ξέρω πόσο κράτησε, γιατί ήταν ένα μείγμα από συζητήσεις, ποτό. Προκαταρκτικά και πάλι από την αρχή. Ξέρω όμως, ότι ήταν για μένα μια αποκάλυψη.
Το επόμενο πρωί
Το πιο περίεργο ήταν η αίσθηση που είχα αφού όλα τελείωσαν. Περίμενα να νιώσω άβολα, να έχω τύψεις ή να νιώθω άδειος, όπως μετά από ένα one-night stand που έγινε μόνο για να καλύψει ένα κενό. Η εμπειρία αυτή δεν ήταν απλώς σωματική. Με έκανε να δω τον εαυτό μου έξω από την ταυτότητα του “πρώην”. Δεν ήμουν κάποιος που θρηνούσε για έναν χαμένο έρωτα—ήμουν κάποιος που μπορούσε ακόμα να νιώσει, να απολαύσει, να υπάρξει χωρίς να εξαρτάται από μια σχέση. Ήμουν κάποιος που μοιραζόταν με τη θέλησή του, και που μπόρεσε με τον πιο παράδοξο τρόπο να αφήσει πίσω του το γεγονός ότι τον είχαν κερατώσει. Κάτι σαν την πιο παράξενη ομοιοπαθητική.
Δε λέω ότι ένα τρίο είναι η λύση σε κάθε χωρισμό. Ούτε ότι είναι για όλους. Αλλά για μένα, ήταν η υπενθύμιση ότι η ζωή συνεχίζεται, ότι ο έρωτας (και η απόλαυση) δεν τελειώνουν με έναν άνθρωπο, και ότι μερικές φορές, το καλύτερο που μπορείς να κάνεις για σένα είναι να δοκιμάσεις κάτι καινούργιο. Ε, και όπως και να το κάνουμε, αν είναι να ξεπεράσεις έναν χωρισμό, κάν’ το επεισοδιακά.