«Άχου τι αξιαγάπητο πλάσμα είναι αυτό» λένε οι περισσότεροι μετά απ’ τη συνάντησή τους με ανθρώπινο ον κάτω των δέκα ετών· κοινώς, πιτσιρίκι. Ξέρετε, ακολουθούν, φιλάκια, αγκαλιές, συγχαρητήρια στους γονείς για το πανέξυπνο παιδί τους, παιχνίδια κι ένα σωρό άλλες «ζουζουνιές». Χαμόγελα, νάζια, χαρές, γέμισε ο τόπος.
Κι ύστερα, ερχόμαστε εμείς να χαλάσουμε την όμορφη εικόνα, καθώς υπάρχει μια δεύτερη κατηγορία ανθρώπων -υπάρχει, ναι, προσοχή- που καθόλου δε λατρεύει τέτοιες συναντήσεις με πιτσιρίκια. Ανήκεις κι εσύ εδώ; Δεν ανυπομονείς να ‘ρθρουν τα ξαδέρφια απ’ το χωριό, τ’ ανίψια, τα παιδιά φίλων και συγγενών και γενικότερα τα παιδιά, όποιου κι αν είναι αυτά, σωστά;
Η συνάντηση με τα πλάσματα αυτά, ωστόσο, είναι αναπόφευκτη. Ό,τι κι αν σκεφτείς για να τα αποφύγεις είναι τόσα πολλά που, θες δε θες, πάνω τους θα πέσεις. Θα βρεις μια δικαιολογία και δε θα πας στο παιδικό πάρτι γενεθλίων, δε λέω, αλλά με την κουμπάρα που θα ‘ρθει επίσκεψη στο σπίτι και θα φέρει και το καροτσάκι μαζί, τι γίνεται; Με τα παιδιά του γείτονα που έχουν σηκώσει όλη τη γειτονιά στο πόδι τι κάνεις;
Η αλήθεια είναι πως αν ανήκεις στην κατηγορία αυτή, η απάντηση στο ερώτημα που μόλις σου έθεσα πρέπει να σου βγήκε πολύ αυθόρμητα. Ναι, δεν είναι άλλη απ’ το «Τα πνίγεις». Εδώ που τα λεμέ, δε νομίζω να υπάρχει απάντηση που να περιγράφει ακριβέστερα τα συναισθήματα εκείνα που μας βγάζουν στην επιφάνεια τα πιτσιρικά αυτά. «Τα πνίγεις» ναι, «Τα πνίγεις». Αυτό είναι που τόσο εύχεσαι να μπορούσες να κάνεις.
Δε φταίνε αυτά, απλώς εμείς τα βρίσκουμε πολύ ενοχλητικά. Πάρα πολύ ενοχλητικά. Δεν αντέχουμε τις φωνές τους ή καλύτερα τις τσιρίδες τους, τα κλάματά τους χωρίς λόγο κι αιτία, δεν μπορούμε να τα βλέπουμε να τρέχουν ακατάπαυστα από ‘δω κι από ‘κει, λες και πρωταγωνιστούν σε θρίλερ, ούτε μπορούμε ν’ ακούμε τους γονείς τους να τους κάνουν συνεχώς παρατηρήσεις. Γενικά, μας πιάνει πονοκέφαλος κάθε φορά που θα βρεθούμε στον ίδιο χώρο μαζί τους.
Δεν αντέχουμε την γκρίνια τους, τις αμέτρητες ερωτήσεις τους και δε θέλουμε να τους δώσουμε το κινητό μας να παίξουν παιχνίδια. Επίσης, δε θέλουμε να παίξουμε ούτε εμείς μαζί τους και προς Θεού δε μας αφορά ποιος τους αγόρασε τα ρούχα που φοράνε. Ούτε εκείνα, ωστόσο, θα έπρεπε να τα ενδιαφέρει το καθετί που έχουμε σπίτι μας και τα γλυκά που έχουμε στο ψυγείο μας. Α, ούτε κι οι καραμέλες στο ράφι είναι δική τους υπόθεση.
Πώς να το κάνουμε τώρα, ποτέ δεν ονειρευόμασταν οικογένεια και παιδιά. Και μέχρι και σήμερα δε θέλουμε να παντρευτούμε για να κάνουμε διάδοχο. Με το ζόρι ανεχόμασταν τα μικρότερα αδέρφια μας, δε θέλουμε να περάσουμε πάλι το μαρτύριο αυτό. Κανένα βιολογικό ρολόι δεν έχει χτυπήσει σ’ εμάς, φοβάμαι ξεκουρδίστηκε εντελώς. Έχουμε το δικαίωμα να μη γίνουμε γονείς, δεν το έχουμε; -Μην το πεις, καλού-κακού, στη θεία απ’ το χωριό, όμως.
Νομίζω ακόμη κι εμείς, όταν ήμασταν πιτσιρίκια, σπάγαμε τα νευρά του ίδιου μας του εαυτού. Κι όταν τότε μας ρωτούσαν «Τι θα γίνεις μόλις μεγαλώσεις;» ακόμη κι αν δε θυμόμασταν την απάντηση που δίναμε, ξέρουμε καλά πως ποτέ δε θέλαμε να γίνουμε παιδαγωγοί. Εξολοθρευτής πιτσιρικιών ήμασταν μάλλον μικροί για να το σκεφτούμε, ε;
Όπως και να ‘χει, για το δικό μας κυρίως καλό, εκλιπαρούμε να τα κρατάτε μακριά μας. Είμαστε και νευρικοί, ελπίζω να μην αρπάξουμε κανένα απ’ τα μαλλιά. Η απόσταση καμιά φορά κάνει τον κόσμο ευτυχισμένο.
Δώστε μας, λοιπόν, λίγη ευτυχία.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου