Ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά γύρω μου, συνειδητοποιώ ότι η εποχή μας πρέπει να είναι αυτή των «εύκολων σχέσεων». Κι έρχομαι να εξηγήσω ότι εύκολη σχέση είναι αυτή που τη βαφτίσαμε σχέση απ’ την πρώτη εβδομάδα. Καλά-καλά δε γνωριστήκαμε, αποκαλούμαστε ζευγάρι. Είναι αυτό που εύστοχα ο λαός λέει «Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιαννάκη τον βαφτίσαμε». Οι εύκολες αυτές σχέσεις, όπως εύκολα αρχίζουν, εύκολα επίσης τελειώνουν. Και καταλήγουμε έτσι ν’ αλλάζουμε συντρόφους κι έτερον ήμισυ κάθε τρεις και λίγο χωρίς ν’ αγγίζουμε την ουσία.
Κι όλο αυτό σήμερα φοβάμαι πως θεωρείται δεδομένο. Αποστασιοποιούμαστε τόσο πολύ απ’ το άλλο άτομο, παίρνουμε τόσο δικό μας χώρο, που τελικά φτάνουμε σε μια επαφή μόνο σωματική. Φοβόμαστε ν’ ανοιχτούμε, να τα δώσουμε όλα κι όπου μας βγάλει. Βαφτίζουμε ένα απλό νταραβέρι σχέση κι έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο πως ο άλλος δε θα μας φορτώσει με τα προβλήματά του, ούτε κι εμείς θα του δώσουμε αναφορά για το τι κάνουμε, δε θα πληγωθούμε κι όλα μελί γάλα. Είμαστε δεν είμαστε σε σχέση, δηλαδή, το ίδιο μονοί νιώθουμε.
Κι έτσι, όταν πέσουμε πάνω σε κανέναν πιο «παλιομοδίτη» άνθρωπο, ξέρετε που θέλει αποκλειστικότητες και να περνάει χρόνο μαζί μας και να μας γνωρίσει λίγο παραπάνω κι άλλα τέτοια τρελά, παθαίνουμε πανικό. Δεν είναι αυτά για εμάς, το πράγμα σοβαρεύει και δεν είμαστε σε ηλικία παντρειάς. Εγώ δε θα γνωρίσω το σόι του και δε λέω τίποτα στη μάνα μου. Χωρίζουμε. Ήταν υπερβολικός, θέλαμε άλλα πράγματα. Στάσου λίγο. Αυτό μοιάζει με σχέση, όχι με γάμο, ηρέμησε.
Κι από πού ξεκίνησε το όλο παραλήρημα; Από εκείνη την καταραμένη οδοντόβουρτσα που άφησε σπίτι μας. Μα πόσο χαζοί ήμασταν που δεν το καταλάβαμε εκείνη τη στιγμή. Μα ναι, το είπε διπλωματικά. «Αφού κοιμάμαι εδώ πολλά βράδια, ν’ αφήσω στο μπάνιο αυτή να μην την πηγαινοφέρνω συνέχεια;» Τότε μας φάνηκε λογικό, που να φανταστούμε πού θα κατέληγε αυτό το βήμα; Θα την κάψουμε καλού-κακού την οδοντόβουρτσα, μη βρεθούμε ξαφνικά αρραβωνιασμένοι πριν καν το καταλάβουμε. Στην επόμενη σχέση δε θα έχει τέτοια.
Και δεν ήταν αυτό το μόνο σημάδι. Εκεί στους τέσσερις-πέντε μήνες άφησε σπίτι μας και μία πιτζάμα. Αχ, γιατί δε βλέπαμε καθαρά τότε; Αφού μετά τις πιτζάμες ξέρουμε ότι θα έρθουν κι οι παντόφλες. Κι αν δεν είναι αυτό δείγμα ότι θέλει να δέσουμε μια για πάντα τις ζωές μας, τότε ποιο είναι; Και χωρίς να το καταλάβουμε, όλο και κάνα ρούχο ξεχνούσε σπίτι μας, έτσι για ώρα ανάγκης. Αυτά όμως είναι μικρά εγκεφαλικά, το πρώτο μεγάλο ήρθε λίγο αργότερα.
Ναι, μιλάω για τη στιγμή που μπήκαμε στο μπάνιο μας, στο δικό μας μπάνιο, και πέρα απ’ την οδοντόβουρτσα, είδαμε να έχει χρησιμοποιήσει και την πετσέτα μπάνιου μας, την οποία είχε πλήρως οικειοποιηθεί. Αλλά το χειρότερο είναι άλλο. Είναι εκείνο το σαμπουάν και το αφρόλουτρο δίπλα στο δικό μας που όμως δεν είναι δικό μας. Μας τα έλεγε η μάνα μας, δε μας τα έλεγε; Πρόσεξε θα μπλέξεις έλεγαν οι φίλοι και να που μπλέξαμε τώρα. Συγκατοικούμε και δεν το ξέρουμε.
Κάποτε όμως ξύπνησες. Ε, αυτό ήταν πολύ βαρύ για να το δεχθείς. Το ποτήρι ξεχείλισε κι αποφάσισες να χωρίσεις. Δε χρειάζεται καν να πω ότι αναφέρομαι στη στιγμή που άνοιξες το ντουλάπι της κουζίνας κι είδες μέσα πέρα απ’ τα δικά σου αγαπημένα δημητριακά και κάτι άλλα, ξένα. Χλώμιασες. Ανοίγεις το ψυγείο να πάρεις μια πορτοκαλάδα να νιώσεις καλύτερα και βλέπεις ένα χυμό που σιχαίνεσαι. Τρέμουν τα πόδια σου. Πας να καθίσεις λίγο στον καναπέ να πάρεις μία ανάσα. Βλέπεις στο τραπεζάκι γεμάτο το τασάκι με αποτσίγαρα. Μα εσύ δεν καπνίζεις. Και το αποκορύφωμα; Πας να τ’ αδειάσεις και συνειδητοποιείς ότι κάποιος έχει πετάξει και τα σκουπίδια. Ε όχι, αυτό ήταν. Τέλος, δε θα τρελαθείς.
Χωρίζεις αμέσως, πριν να ‘ναι πολύ αργά. Κι έτσι για σιγουριά, φωνάζεις κι ένα «Δε θέλω να σε παντρευτώ» χωρίς βέβαια να έχει γίνει πρόταση γάμου, αλλά δεν πειράζει εσύ κατάλαβες που πήγαινε το πράγμα. Καταστρέφεις όλα μα όλα τα αντικείμενα που ανήκουν στον άλλο πριν προλάβει να μολυνθεί ο χώρος και τώρα νιώθεις μια τρομερή ανακούφιση. Προχωράμε στην επόμενη σχέση.
Έπεσες σε άτομο υπερβολικό, είχατε άλλα όνειρα και στόχους. Δε θα κάνεις τα ίδια λάθη, θα παίρνεις το χώρο σου από εδώ και πέρα.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου