Χωρίσατε. Εσύ δεν το ήθελες, αλλά έγινε. Δε θα περιγράψω το στάδιο με τα κλάματα, τις φωνές και τα ξεσπάσματα· εξάλλου τα έχουμε ξαναπεί αυτά, ουκ ολίγες φορές. Βρισκόμαστε στην αμήχανη, λοιπόν, στιγμή που ο χωρισμός είναι μεν γεγονός τετελεσμένο, αλλά εσύ τρώγεσαι δε με τα ρούχα σου για μια τελευταία συνάντηση, έτσι να ξεκαθαρίσει το τοπίο μεταξύ σας, ρε παιδί μου. Κι όχι μόνο καίγεσαι, αλλά κάνεις και τα πάντα για να την πραγματοποιήσεις.
Τα κατάφερες, συναντηθήκατε; Τότε καλά να πάθεις. Πού πας καημένε μου ξυπόλητος στ’ αγκάθια; Μα είναι δυνατόν; Δε διάβασες πάνω-πάνω που σου είπα ότι αυτός ο χωρισμός δεν ήταν επιλογή σου; Πας να συναντήσεις το πρόσωπο για το οποίο εσένα ακόμα χτυπάει σαν τρελή η καρδιά σου, μα εκείνο έχει αποφασίσει να πάρετε διαφορετικούς δρόμους και περιμένεις τι; Μια ήρεμη κουβέντα; Κοροϊδευόμαστε;
Ναι, δε λέω, βλέπω αυτήν την προσπάθεια να γίνουμε κι εμείς Ευρωπαίοι στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς, μα έχουμε ακόμη δρόμο μπροστά μας, δε νομίζεις; Εσύ γιατί ξεκινάς απ’ τα βαθιά; Πολιτισμένες σχέσεις μετά το χωρισμό δεν αρμόζουν στη νοοτροπία μας, πώς να το κάνουμε. Πού πήγαν τα ξεκατινιάσματα, τα έφαγε κι αυτά η πρόοδος; Εγώ σας προειδοποιώ, χάνουμε την ταυτότητά μας.
Ηρεμώ κι επανέρχομαι. Σαφώς και κάνω πλάκα. Δεν είμαστε δα και τόσο άξεστοι. Πού είχαμε μείνει; Α ναι, εκεί που ήθελες μια τελευταία συνάντηση μετά το χωρισμό. Και πολύ καλά έκανες και την ήθελες, να σου πω την αλήθεια, γιατί δεν μπορούμε ξαφνικά να γίνουμε εχθροί μ’ ένα άτομο που μέχρι χθες μοιραζόμασταν τη ζωή μας. Πρέπει να ξέρουμε τι πήγε στραβά, τι κάναμε λάθος, όχι για να το ξαναπιάσουμε απ’ την αρχή, αλλά για να πάρουμε ένα καλό μάθημα και να ξέρουμε πέντε πράγματα παραπάνω σε μια επόμενη σχέση.
Κι όλα αυτά πολύ καλά ακούγονται, τα ‘χουμε σχεδιάσει αψογά στο μυαλό μας. Σχεδόν έχουμε γράψει και το μονόλογό μας, έτσι για να κλέψουμε την παράσταση με την ανωτερότητά μας, μιας και θα ‘ναι κι η τελευταία. Τώρα σοβαρά, πιστεύεις ότι τα πράγματα θα γίνουν έτσι; Θα συζητήσετε, δηλαδή, σε άκρως ήπιους τόνους για τις απόψεις σας, τις σκέψεις σας, τους προβληματισμούς σας κι όλα μέλι γάλα; Θα φύγετε σαν κύριοι χωρίς, έστω ρε παιδάκι μου, να πέσει ένα χαστούκι; Γελάνε μέχρι και τα ντουβάρια!
Πού θέλω να καταλήξω και σε πάω μία από ‘δω και μία από ‘κει; Σ’ έχω μπερδέψει μ’ αυτήν την πολιτισμένη συζήτηση που μία καλά κάνεις και τη θες και μία δεν μπορεί να γίνει; Λοιπόν, άκου τώρα προσεκτικά, μπας και βγάλουμε άκρη σήμερα.
Η κουβεντούλα αυτή, σαφώς, μπορεί να πραγματοποιηθεί σε όμορφο κλίμα και να είναι κι εποικοδομητική, μα μόνο υπό προϋποθέσεις. Ή μάλλον, μόνο υπό μία και μοναδική προϋπόθεση: να έχεις ξεπεράσει το άλλο πρόσωπο.
Αρχίζεις και με πιάνεις; Θα το κάνουμε κι ακόμα πιο λιανά. Συναντιέστε κι εσύ, είτε έχεις ακόμα ελπίδες ότι μπορεί και να υπάρξει επανασύνδεση είτε όχι, καίγεσαι και σιγολιώνεις ακόμη για πάρτη του, που λέει και το άσμα. Σου πετάει, λοιπόν, ξαφνικά ένα «Έχω προχωρήσει». Πόσο ψύχραιμα το παίρνεις; Να περιγράψω ή το έχεις; Σε κατηγορεί για λάθη που ποτέ δεν έκανες ή έστω σου ρίχνει μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης απ’ αυτό που σου αναλογεί. Ανασαίνεις βαθιά κι αδιαφορείς; Δε θα απαντήσεις; Δε θα φουντώσεις; Πληγωμένος άνθρωπος είσαι, λογικό δεν είναι να ξεσπάσεις; Αναποδογύρισε το τραπέζι άνετα, καταλαβαίνω.
Η τροπή που μπορεί να πάρει η συζήτηση είναι άκρως επικίνδυνη. Μπορεί και να θρηνήσουμε θύματα, αν σε φέρει εκτός εαυτού. Κι αυτό γιατί σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να είσαι αντικειμενικός, δεν μπορείς να δεις τα πράγματα καθαρά αν ακόμα τρέφεις συναισθήματα γι’ αυτό το άτομο που κάθεται απέναντί σου. Αντικειμενικότητα και συναισθήματα δεν πάνε πακέτο και τέτοιες συζητήσεις με πρώην που εύχεσαι να μην ήταν πρώην, δε γίνονται χωρίς συναισθηματικό φόρτο.
Έστω όμως ότι συναντιέστε χωρίς να υπάρχει πλέον κάτι ερωτικό μεταξύ σας. Δεν κυλάνε όλα πιο ήρεμα; Δεν μπορείτε κι οι δυο να δείτε την κατάσταση όπως έχει, να παραδεχθείτε πράγματα που μέχρι τώρα κρύβατε γιατί σας πονούσαν και να κάνετε τις αναγκαίες υποχωρήσεις προκειμένου να έχετε όντως διάλογο κι όχι καβγά; Δε νιώθετε ανακούφιση που επιτέλους συζητήσατε και βγάλατε άκρη;
Μη σου πω κιόλας ότι εκεί που θα έπεφτε και το χαστούκι που λέγαμε, θα αναποδογύριζε το τραπέζι ή θα σου ερχόταν ένα ποτήρι, αν όχι κανάτα με νερό στη μούρη, τώρα θα δώσετε τα χέρια και θα πείτε: «Χάρηκα, τα ξαναλέμε» και θα το εννοείτε πραγματικά γιατί σέβεστε όσα περάσατε μαζί και δεν ξεφτιλίζεστε τελευταία στιγμή, καταστρέφοντας κάθε όμορφη ανάμνησή σας.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου