Αν κανείς μου έλεγε, όταν σε πρωτογνώρισα, ότι θα φτάναμε σε σημείο που να μη θέλω ούτε να σε δω μπροστά μου, θα τον έλεγα τρελό. Να μη θέλω εγώ να σ’ αντικρίσω; Εγώ που με την πρώτη ματιά τρελάθηκα για ‘σένα; Εγώ που και τι δε θα ‘δινα για να περνούσαμε όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο μαζί; «Τέτοιοι έρωτες δεν έχουν ξεκατινιάσματα και ξεφτιλίκια στο τέλος. Σβήνουν, ναι, αλλά μένει μια γλυκιά ανάμνηση» έλεγα, πιστεύοντας στην αξιοπρέπεια των ανθρώπων.
Μα, να που τα καταφέραμε. Κάθε φορά που ο δρόμος με βγάζει κοντά στην περιοχή σου, κοντά σε μέρη που ξέρω ότι συχνάζεις, σε χώρους που ξέρω ότι μπορεί και να ‘σαι κι εσύ εκεί, παρακαλάω να μη σε δω. Πίστεψέ με, αποφεύγω όπως ο Διάολος το λιβάνι αυτά τα μέρη, μα όταν δεν έχω επιλογή μου κόβονται τα πόδια. Τρέμω και μόνο στην ιδέα ότι μπορεί κάπου να σε πετύχω και να χρειαστεί να σου μιλήσω.
Δεν έχω πια τι να σου πω. Κι αυτό, όχι γιατί ειπωθήκαν όλα. Έχω ακόμη πολλά να σου κατεβάσω αν θες. Μα δεν έχει πια κανένα νόημα. Να σε συναντήσω τυχαία για να σε ρωτήσω τι κάνεις, αν περνάς καλά και πώς προχωράς στη ζωή σου; Όχι, δε θέλω να ξέρω. Δε θέλω να ξέρω γιατί πλημμυρίζει το μυαλό μου από μνήμες παλιές και νιώθω πάλι να χάνομαι. Δεν είναι μόνο ο πόνος, που επιστέφει πιο δυνατός από τότε που χωρίσαμε, είναι κι ο θυμός που δε λέει να καταλαγιάσει.
Θυμός πιο πολύ με τον εαυτό μου, όχι με ‘σένα. Με εμένα την ίδια που δεν έβαλα όρια, που δεν το σταμάτησα όταν έπρεπε. Έγινες εσύ η εξαίρεσή μου και με ‘κανες αδύναμη. Αυτό δεν έπρεπε να το δεχτώ. Γι’ αυτό τώρα τι να σου πω; Δε θέλω τυπικές συζητήσεις μαζί σου. Ζήσαμε τόσα πολλά για να μιλάμε τώρα σαν δυο ξένοι. Προτιμώ να μην πούμε τίποτα απ’ το να πούμε αυτά που λες με όλους.
Έτσι, αν τύχει να περνάς από τ’ απέναντι πεζοδρόμιο, σκύβω γρήγορα το κεφάλι και μπλέκομαι ανάμεσα στο πλήθος. Μπαίνω σ’ όποιο μαγαζί βρω μπροστά μου, αλλάζω δρόμο αν χρειαστεί, κάνω πως μιλάω στο κινητό κι ένα σωρό τέτοια χαζά για να σ’ αποφύγω. Μα όπως και να ‘χει, προτιμώ αυτά τα χαζά, από εκείνα τ’ άλλα που θα πούμε. Δεν ξέρω αν εσύ θες να μ’ αντικρίσεις και, να σου πω την αλήθεια, δε με νοιάζει κιόλας. Αρκετή ταραχή μου προκαλεί η ιδέα και μόνο ότι θα σε δω, δε θέλω να σκέφτομαι κι άλλα.
Είναι ντροπή, το ξέρω. Είναι ντροπή δυο άνθρωποι που έζησαν μαζί να φτάνουν σε τέτοια σημεία. Εγώ πάντα έλεγα ότι μετά το χωρισμό όλοι μπορούν να έχουν μια πολιτισμένη σχέση. Ν’ ανταλλάζουν δυο κουβέντες αν τύχει, ρε παιδί μου. Να μην κάνουν τους ξένους, να μην κρύβονται πίσω απ’ το δάχτυλό τους. Ο κόσμος κρατάει τις όμορφες στιγμές, μαθαίνει απ’ τα λάθη του, συγχωρεί και προχωράει. Εγώ κορόιδευα όλους αυτούς που τα μάτια τους έβγαζαν φωτιές κι αυτοί έδιναν τα χέρια τυπικά σαν να γνωρίστηκαν τώρα.
Έλα όμως που μ’ εμάς έπαθα αυτά που κορόιδευα. Σαν να μη σε ξέρω, έτσι ακριβώς θέλω να σου φέρομαι. Ποιες καλές στιγμές να κρατήσω; Τις έθαψα όλες, σαν να μην υπήρξες ποτέ. Ποιες πληγές θα κλείσουν; Τις κουβαλάω ακόμη σε κάθε νέα σχέση μου. Άλλος άνθρωπος έγινα. Και τώρα, σαν άλλη, εύχομαι να μη σε είχα αφήσει ποτέ να μπεις στη ζωή μου.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου