Ίσως σ’ όλους τελικά να δίνεται απ’ την ίδια τη στιγμή της γέννησής μας ένας θησαυρός. Ένας θησαυρός που τίποτα άλλο δεν έχει την ίδια αξία μ’ εκείνον, με τίποτα δεν μπορούμε να τον αντικαταστήσουμε και με τίποτα δε θέλουμε να τον χάσουμε. Μιλάω, φυσικά, για την οικογένειά μας, ό,τι πολυτιμότερο κουβαλάει μαζί του καθένας από εμάς.
Μπορεί όταν είμαστε μικροί να μη συνειδητοποιούμε την αξία του δώρου αυτού. Ακούμε συνέχεια «Η οικογένεια πρέπει να», «Η οικογένεια είναι», «Η μαμά κι ο μπαμπάς λένε» και μας ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, καθώς αυτή η οικογένεια όλο θέλει αυτό που εμείς δε θέλουμε, νισάφι. Μας δημιουργείται μια λάθος εντύπωση ιεραρχίας μεταξύ των μελών. Σαν η υπακοή στη μαμά και στο μπαμπά να κάνει την οικογένεια ευτυχισμένη.
Μεγαλώνοντας, συνειδητοποιούμε ότι είναι κάτι πολύ περισσότερο και πολύ βαθύτερο αυτό που μας κάνει «ευτυχισμένη οικογένεια». Είναι ο χρόνος που θα περάσουμε μαζί, ο χρόνος που θα αφιερώσουμε ο ένας στον άλλον, τα μυστικά, τα γέλια, οι στιγμές που θα μοιραστούμε. Αυτά και μόνο θα μας δέσουν, θα μας κάνουν αχώριστους, θα μας κάνουν να χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον.
Είναι, με λίγα λόγια, οι οικογενειακές στιγμές που δεν αλλάζουμε με τίποτα. Απ’ την πιο μικρή και θολή, μέχρι την πιο μεγάλη κι ευδιάκριτη εικόνα που μας έρχεται στο μυαλό με την οικογένειά μας, το συναίσθημα που μας πλημμυρίζει είναι ένα: Αγάπη. Αγάπη πραγματική, από εκείνη που δεν αμφιβάλλεις ποτέ ότι υπάρχει, από εκείνη που δε σε πληγώνει ποτέ, γιατί σε δέχεται έτσι ακριβώς όπως είσαι.
Χαμογελάτε, σωστά; Ποιος ξέρει που έτρεξε τώρα το μυαλό σας. Αναζητάτε μάλλον κι εσείς, όπως κι εγώ, τις πιο όμορφες στιγμές με τα πιο δικά σας πρόσωπα. Τις στιγμές εκείνες, που ακόμη κι αν τις ζήσατε χρόνια πριν, η ανάμνησή τους και μόνο αρκεί για να σας κάνει σήμερα χαρούμενους. Είναι στιγμές πολύ απλές για όλους τους άλλους, μα για εσάς έχουν κάτι το ιδιαίτερο.
Μπορεί, παραδείγματος χάρη, να είναι ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με το οποίο όλοι μαζί διασκεδάσατε ένα βράδυ. Ούτε που θυμάστε ποιος κέρδισε, σίγουρα όμως δε θα ξεχάσετε ποτέ την γκρίνια του μικρότερού σας αδερφού όταν κατάλαβε ότι χάνει. Δε θα ξεχάσετε τη συνωμοσία που είχαν κάνει οι γονείς σας εναντίον σας για να χάσετε, αφού τότε σας φάνηκε τόσο τραγικό που ίσως και να βάλατε τα κλάματα. Όπως και να ‘χει, σίγουρα γελάσατε πολύ εκείνο το βραδύ.
Ίσως πάλι, στο μυαλό σας να έρχεται μια εκδρομή που καταφέρατε να πατέ όλοι μαζί. Γκρίνια, τόση γκρίνια για τον προορισμό. Στη μαμά δεν άρεσε τίποτα. Τσακωνόσασταν πάλι με τον αδερφό σας στο πίσω κάθισμα του αυτοκίνητου. Μα αυτά είναι τόσο θολά, δεν έχουν σημασία, δεν μπορούν να χαλάσουν την όμορφη ανάμνησή σας. Ξεκάθαρα έρχονται στο μυαλό σας τα ανέκδοτα που είπατε, οι αγκαλιές που κάνατε και τώρα τρέχετε να βρείτε εκείνη τη φωτογραφία που σας τράβηξε ένας περαστικός όλους μαζί.
Κυριακάτικο μεσημεριανό. Και ποιος δεν έχει αναμνήσεις από έστω μία τέτοια οικογενειακή συνάντηση; Ίσως να μην υπάρχει κάτι που να μισούμε περισσότερο όσο είμαστε ακόμα νέοι, κι ίσως να μην υπάρχει κάτι που να εκτιμάμε περισσότερο όσο μεγαλώνουμε και κάνουμε τη δική μας οικογένεια. Περίεργη αυτή η αντιστροφή, χαιρόμαστε όμως που όντως γίνεται έτσι.
Γιαγιάδες και παππούδες ρωτάνε για το σχολείο, θείοι και θείες μας λένε πόσο μεγαλώσαμε, μέσα σε μια εβδομάδα πάντα, αφού τόσο έχουν να μας δουν, ενώ μας τσιμπάνε τα μάγουλα. Αδιάκριτες ερωτήσεις μας βομβαρδίζουν από παντού και τρώμε πολύ και γρήγορα, μπας και τελειώσει επιτέλους το μαρτύριο. Η μαμά κι ο μπαμπάς μας κάνουν νόημα να είμαστε ευγενικοί κι εμείς χαμογελάμε όσο πιο κρύα μπορούμε.
Τότε το βλέπαμε έτσι. Τώρα, όμως, αναπολούμε τις ιστορίες που ακούστηκαν σ’ εκείνο το τραπέζι. Μάθαμε τόσα πράγματα για τους γονείς μας. Έκαναν κι εκείνοι τα ίδια με εμάς όταν ήταν παιδιά κι ας το παίζουν τώρα βαριά πεπόνια. Πόσο ανησυχούσαν για εμάς όλα αυτά τα πρόσωπα, πόσο μας πρόσεχαν κι ας μην το καταλαβαίναμε τότε.
Μια γλυκιά αίσθηση μας μένει τώρα μετά απ’ το ταξίδι αυτό του μυαλού μας. Ανεκτίμητες ναι, ανεκτίμητες οι στιγμές με την οικογένειά μας. Από εδώ και πέρα, θα αφιερώνουμε στα πρόσωπα αυτά πολύ περισσότερο χρόνο. Από σήμερα κιόλας θ’ αναβιώσουμε παλιές, καλές στιγμές, γιατί αν το αφήσουμε για αύριο ίσως και να το μετανιώσουμε.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου