Δε θυμάσαι πλέον πόσες φορές έπιασες πάτο μετά απ’ αυτόν τον άτιμο το χωρισμό. Έχασες τον εαυτό σου, όχι μία και δυο φορές, άλλος άνθρωπος έγινες. Κι όλοι τα έβαζαν μαζί σου. «Μα πώς κάνεις έτσι; Προχώρα παρακάτω, επιτέλους!» έλεγαν και ξανάλεγαν, αλλά εσύ δεν άκουγες τίποτα και κανέναν. Εσύ εκεί, στα πατώματα, χωρίς καμία λογική, μα μ’ αυτή τη ρημάδα την καρδιά που, ακόμα κι άθελά σου, ακολουθείς.

Βαρύ το φορτίο, ναι. Και το ποτό του το θέλει και το κλάμα του το σηκώνει και φίλους καλούς έχει ανάγκη να σ’ ακούνε να μιλάς, μήπως και ξεσπάσεις, μήπως και το πάρεις απόφαση και πας παρακάτω. Ούτε που θυμάσαι πόσες φορές προσπάθησες να ξεχάσεις, να κλείσεις τις πληγές σου και να κάνεις μια νέα αρχή. Συνέχεια αυτό έλεγες, «όλα έχουν τελειώσει κι είμαι καλά τώρα», αλλά ούτε εσύ δεν το πίστευες καλά-καλά.

Μέχρι που ένα πρωί ξυπνάς και κάτι μέσα σου έχει αλλάξει. Ξυπνάς κι απλώς δεν πονάς. Δεν ξέρεις πως έγινε, μα ούτε έχεις ανάγκη να το εξηγήσεις. Αρκεί που δε σκοτώνεις πια άνθρωπο για να μάθεις νέα του πρώην άλλου σου μισού. Αρκεί που δε θα περάσεις πάλι, δήθεν τυχαία, απ’ το στέκι του. Αρκεί που μπορείς να βάλεις τέλος στα μεθυσμένα μηνύματα και τηλεφωνήματα τα χαράματα. Μα πάνω απ’ όλα, αρκεί που όλα αυτά τα κάνεις χωρίς να πιέζεσαι καθόλου.

Κι ας σου λένε ότι τον είδαν, δε σε νοιάζει. Κι αν ρώτησε γι’ εσένα, δε θες να ξέρεις. Κι αν εσύ τον πετύχεις στο δρόμο, δε θα ξυπνήσουν αυτή τη φορά συναισθήματα που πάσχιζες να θάψεις. Δε υπάρχουν πια, δε νιώθεις πια τίποτα. Μπορείς τώρα να χαιρετήσεις τυπικά, χωρίς να σε πονάει αυτή η παγωνιά μεταξύ μας, μπορείς να τον δεις μ’ ένα νέο πρόσωπο, χωρίς να πέσεις την επόμενη στιγμή σε κατάθλιψη. Μπορείς να κάνεις όλα αυτά που ποτέ δεν πίστευες ότι θα ‘σαι σε θέση να φέρεις εις πέρας.

Δεν το συνειδητοποιείς καν, μα αυτό είναι το πρωινό που πριν λίγες μέρες εκλιπαρούσες να ‘ρθει. Είναι το πρωινό που ξεπερνάς τελικά το χωρισμό. Ναι, τον ξεπερνάς έτσι απλά, σε μια ημέρα. Ξυπνάς κι έχεις βάλει το τέλος σου. Είναι σαν ν’ ανοίγεις τα μάτια σου και να μπορείς και πάλι να δεις λογικά, να δράσεις λογικά. Κι όταν η λογική σου χτυπήσει την πόρτα, ξέρεις πως το τέλος είναι οριστικό κι αυτό γιατί αυτή η κυρία καμία σχέση δεν έχει με την παράνοια του έρωτα που σ’ είχε φτάσει σ’ αυτό το σημείο.

Ίσως αυτή η υπερπροσπάθεια που τόσο καιρό έκανες να έφερε επιτέλους το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ίσως να κουράστηκες να προσπαθείς, να παρακαλάς, να ‘σαι εκεί για κάποιον που αδιαφορεί για εσένα. Ίσως πάλι, να έπιασε τόπο αυτή τη φορά το κήρυγμα των φίλων. Ίσως να χόρτασες τον πάτο σου, τα ξεσπάσματά σου ν’ αηδιάζουν κι εσένα τον ίδιο τώρα. Το μόνο σίγουρο είναι πως ό,τι και να συνέβη, έγινε ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενες.

Δεν έχει σχέση με την εμφάνιση κάποιου άλλου ατόμου στη ζωή σου, αν αυτό πέρασε απ’ το μυαλό σου. Όχι, δεν ερωτεύτηκες ξανά και ξέχασες όλα τα προηγούμενα. Έχει να κάνει κατ’ αποκλειστικότητα μ’ εσένα τον ίδιο. Με τις αντοχές σου, την υπομονή σου, την αξιοπρέπειά σου. Κάνεις επιτέλους τον απολογισμό σου, την αυτοκριτική σου και τότε σαν να γίνεται ένα κλικ στο μυαλό σου και ξαφνικά να ξεμπλοκάρεις. Τόσος χαμός για το τίποτα.

Κι είναι μαγική η στιγμή αυτή. Είναι η στιγμή της λύτρωσής σου, η στιγμή της απελευθέρωσής σου. Η στιγμή που συνειδητοποιείς ότι ανήκεις μόνο σ’ εσένα. Δε ζεις πια για κανέναν άλλο παρά μόνο για πάρτη σου. Κι αναπνέεις και πάλι βαθιά, χωρίς να κουβαλάς κανένα βάρος. Ανοίγεις τα μάτια σου, χωρίς να τρέχουν ποτάμι τα δάκρυα. Γελάς δυνατά, χωρίς να κρύβεις πίσω απ’ το γέλιο σου ατέλειωτη θλίψη. Το πρωινό αυτό είσαι δυνατός, δεν προσποιείσαι.

Συντάκτης: Δήμητρα Λογοθέτη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου