Ο Αλέξης χαλάρωσε στην καρέκλα κι αναλογίστηκε την πορεία που είχε πάρει τους τελευταίους μήνες η ζωή του. Φαινομενικώς, όλα κυλούσαν ήρεμα· ήταν ανώτερο στέλεχος λογιστικής εταιρείας, ενώ ο γάμος του με τη Βάσω βάδιζε ήδη στον τρίτο χρόνο.
Στην πραγματικότητα όμως, βρισκόταν στο μεταίχμιο μιας απόφασης ζωής.
Κάθε απόγευμα, σε ένα φοιτητικό διαμέρισμα εικοσιπέντε τετραγωνικών στο κέντρο, περίμενε η Ελπίδα. Η σχέση τους μετρούσε ήδη εννέα μήνες και το όνειρο που είχαν χρωματίσει στεκόταν επιβλητικό απέναντι στην ασπρόμαυρη καθημερινότητα. Θα χώριζε τη σύζυγό του και θα πηδούσε στο κινούμενο τραίνο που πήγαινε στον επόμενο σταθμό της ζωής του. Ήθελε να ζήσει μαζί της, το ήθελε όσο τίποτα άλλο, μα τον τελευταίο καιρό τον κατέτρωγε μια σκέψη σαν σαράκι. «Τι θα γίνει μετά… Τι θα γίνει αν δεν πάνε τα πράγματα όπως τα σχεδιάσαμε…»
Φόβοι, φόβοι, φόβοι. «Οι άνθρωποι φοβούνται τη νέα αρχή, το επόμενο βήμα, φοβούνται μήπως τελικά όλα πάνε καλά», είχε διαβάσει κάποτε, και τώρα το έβλεπε να εφαρμόζεται πλήρως στη δική του ζωή.
Το σύνδρομο του ακροβάτη. Ο πρωτόγνωρος φόβος που τυλίγει την καρδιά ενός έμπειρου ακροβάτη ο οποίος βρίσκεται στο μέσον ακριβώς της διαδρομής του, είκοσι μέτρα πάνω από το έδαφος, χωρίς προστατευτικό δίχτυ. Το συναίσθημα εκείνο που τείνει να τον διατηρεί ακίνητο στη θέση του, ανήμπορο να ολοκληρώσει την υπόλοιπη διαδρομή και να υποκλιθεί στο κοινό του, ακόμη κι αν έχει δώσει την ίδια παράσταση άλλες χίλιες φορές με απόλυτη επιτυχία.
Η δυνατότητα φυγής δίχως σαφή προορισμό, ο αβέβαιος κι ατελείωτος δρόμος με μόνο χάρτη τη λευκή λωρίδα που γλείφει το αριστερό λάστιχο, είναι βασική ανάγκη του ανθρώπου· αποτελεί σχεδόν ζήτημα ύπαρξης.
Ωστόσο, υπάρχουν κι εκείνοι που μοιάζουν ανήμποροι να δημιουργήσουν φυγές, να πληρώσουν τα διόδια όσο όσο και να ξεχυθούν στην εθνική. Αντιθέτως, παραμένουν ακινητοποιημένοι στο μέσον της διαδρομής, σαν λαγοί τυφλωμένοι από τα φώτα. Δεν είναι ότι βολεύονται στην ακινησία. Τις περισσότερες φορές, αυτή η στάσιμη κατάσταση τούς δημιουργεί τόσο άγχος όσο τα χιλιόμετρα που καταπίνει το καντράν.
Άνθρωποι φαινομενικώς αδύναμοι, που προτιμούν να τα φέρει κάπως η ζωή για αυτούς από το να φέρουν οι ίδιοι ενεργητικώς τη ζωή στα μέτρα τους.
Ομολογουμένως, δεν είναι πάντοτε εύκολο να πατήσει κανείς το reset και να αρχίσει από το μηδέν. Όσο περνάει ο καιρός, το κουμπάκι μικραίνει και ξεθωριάζει. Ούτε είναι εύκολο να ποντάρει κανείς όλα του τα χρήματα στο κόκκινο. Θέλει σταθερό χέρι κι αποφασιστικότητα. Μα περισσότερο από όλα, θέλει να αναγνωρίζεις περνώντας την πόρτα του καζίνο το γεγονός ότι ίσως χάσεις τα πάντα. Θέλει να έχεις προβάρει ώρες μπροστά στον καθρέφτη τις εκφράσεις του προσώπου και τις ατάκες, για να φύγεις αρχοντικά, με το κεφάλι ψηλά, σε περίπτωση που η ρουλέτα δε σου κάνει το χατίρι.
Αν δεν επενδύσεις όμως στο όνειρο, πού θα επενδύσεις; Κανένας δε γουστάρει αυτούς που πάντοτε πάνε πάσο. Θέλει ποντάρισμα η ζωή. Θέλει τζόγο. Γιατί αν δεν είσαι έτοιμος να χάσεις τα πάντα, πώς μπορείς να θεωρήσεις τον εαυτό σου άξιο να κερδίσει τα πάντα;
Μια εξαιρετικά λεπτή γραμμή χωρίζει την ευτυχία από την καταστροφή κι είναι τόσο αχνή κι αβέβαιη όσο η μπίλια που έχει φύγει από τη βόλτα της ρουλέτας και χοροπηδάει πάνω στα κουτάκια με τους αριθμούς.
Η ευτυχία μας σχεδόν πάντοτε περνά μέσα από την ευτυχία των άλλων. Κάποιος πάντοτε την πληρώνει, πώς να το κάνουμε..
Όσο παραμένεις όμως ακίνητος στo σχοινί σου μόνο και μόνο για να μη στενοχωρήσεις κάποιον, δεν το κάνεις επειδή τον αγαπάς ούτε επειδή θέλεις να είναι ευτυχισμένος. Το κάνεις επειδή φοβάσαι, επειδή σε έχει τυλίξει το σύνδρομο του ακροβάτη, επειδή σου έχει γρατσουνίσει το πρόσωπο. «Τι θα γίνει αν πέσω στο επόμενο βήμα; Τι θα γίνει αν το κοινό μου δε με χειροκροτήσει; Τι θα γίνει αν κάποιος στενοχωρηθεί;» Ε, δεν έχω ιδέα τι θα γίνει. Αλλά ούτε εσύ έχεις, αν δεν απλώσεις το πόδι.
Κι άντε πες πως πέφτεις και σκοτώνεσαι. Προτιμάς να μουχλιάσεις πάνω στο σχοινί, ακροβάτη, επειδή φοβάσαι να ποντάρεις;
Δάγκωσε λοιπόν την ταυτότητα και τερμάτισε το γκάζι, άσε τον αέρα να σου μπερδέψει τα μαλλιά, δες τον δείκτη στο κοντέρ να φτάνει διακόσια. Κι αν δε βλέπεις πινακίδες στον δρόμο ή δεν ξέρεις τον προορισμό, πήγαινε! Πήγαινε, γιατί πρέπει να πας!
Βάλε βιαστικά δυο ρούχα στην παρατημένη βαλίτσα σου, φύγε μόνος στο όνειρο και μην επαναπαυτείς πουθενά· μόνο άφησε την ίδια ξεπατωμένη βαλίτσα να εξέχει κάτω από το κρεβάτι, έτοιμος για φευγιό.
Η βαλίτσα του Αλέξη παραμένει χρόνια σκονισμένη στην ντουλάπα γιατί εκείνος προτίμησε να μη φύγει ποτέ. Μετά από λίγες μέρες, χώρισε με την Ελπίδα, γιατί δεν μπόρεσε να αποτελειώσει με μια σφαίρα τη σταθερή του ζωή.
Αργότερα μετάνιωσε για την επιλογή του, μα το μόνο στο οποίο μπορούσε πλέον να αρκεστεί ήταν να ονειρεύεται τη ζωή ενός αλλιώτικου Γουίδερ, εκείνου που θα έκανε πράξη το φευγιό και θα ζούσε το όνειρο.
Όσες φορές κι αν γύριζε ο χρόνος πίσω όμως, ήξερε ότι δε θα κατάφερνε ποτέ να πει αντίο στη στρωμένη του ζωή. Δε θα κατάφερνε ποτέ να ξεπεράσει το σύνδρομο του ακροβάτη και να ισορροπήσει μέχρι το τέλος της διαδρομής, να υποκλιθεί στο κοινό, να παραιτηθεί από το τσίρκο και να ζήσει… Να ζήσει!