Σοκ και φρίκη προκάλεσε το βίντεο που προβλήθηκε στο δικαστήριο κατά τη διάρκεια της δίκης της 14χρονης Κάρλι Γκρεγκ από το Μισισίπι, η οποία κατηγορείται για τη δολοφονία της 40χρονης μητέρας της, Άσλεϊ Σμάιλι, και την απόπειρα δολοφονίας του πατριού της. Το βίντεο παρουσιάζει την έφηβη να κάθεται χαλαρά στην κουζίνα του σπιτιού της, λίγα δευτερόλεπτα μετά την εκτέλεση της μητέρας της, στέλνοντας μηνύματα στο κινητό της.

Το περιστατικό συνέβη στις 19 Μαρτίου, όταν η Κάρλι πυροβόλησε τη μητέρα της στο πρόσωπο και στη συνέχεια έστειλε μήνυμα στον πατριό της με το τηλέφωνο της μητέρας της, προσπαθώντας να τον δελεάσει να επιστρέψει στο σπίτι. «Πότε θα γυρίσεις σπίτι, γλυκιέ μου;» έγραφε το μήνυμα. Όταν εκείνος γύρισε, η 14χρονη τον πυροβόλησε, τραυματίζοντάς τον στον ώμο, αλλά εκείνος κατάφερε να της πάρει το όπλο πριν τον πυροβολήσει ξανά.

 

 

Η ψυχρότητα με την οποία φαίνεται να κινείται η νεαρή κοπέλα στην κάμερα σοκάρισε τόσο τους δικαστές όσο και το κοινό, ενώ στο δικαστήριο ακούστηκε ότι η Γκρεγκ κάλεσε μία φίλη της για να της δείξει το πτώμα της μητέρας της, ρωτώντας τη μάλιστα αν είχε ξαναδεί νεκρό σώμα.

 

 

Οι συνθήκες γύρω από την υπόθεση εγείρουν ερωτήματα σχετικά με την ψυχική κατάσταση της έφηβης. Σύμφωνα με ψυχιάτρους που κατέθεσαν στη δίκη, η Κάρλι υποφέρει από σοβαρή ψυχική ασθένεια, με αρκετούς να υποστηρίζουν ότι άκουγε φωνές για χρόνια πριν από τη δολοφονία. «Είπε ότι άκουγε μια φωνή, μια ανδρική φωνή, από τότε που ήταν μικρή – ίσως γύρω 5-6 χρονών», δήλωσε η Δρ Αμάντα Γκουλιάνο, η οποία μίλησε με την Γκρέγκ μετά τη σύλληψή της. «Είπε ότι άκουγε τη φωνή κάθε μέρα, αλλά ήταν πάντα στο παρασκήνιο και μπορούσε να την αγνοήσει». Η άμυνα της Γκρεγκ βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτά τα στοιχεία, προσπαθώντας να αποδείξει ότι η νεαρή δεν είχε πλήρη συνείδηση των πράξεών της την ημέρα του εγκλήματος.

Ωστόσο, ένας από τους ειδικούς που κατέθεσαν, ο ψυχίατρος Τζέισον Πίκετ, υποστήριξε ότι η πράξη της ήταν «διαβολική» και δε συνάδει με κρίση αποσύνδεσης ή ψύχωση. Κατά τον ίδιο, η αποστολή του μηνύματος στον πατριό της δείχνει ότι η 14χρονη είχε πλήρη επίγνωση των πράξεών της και ότι η υπεράσπιση περί παραφροσύνης δεν είναι βάσιμη. Παρά τις προσπάθειες της υπεράσπισης να μειώσει την ποινή λόγω της κατάστασής της, η 14χρονη αντιμετωπίζει ισόβια κάθειρξη αν κριθεί ένοχη, ενώ κατά την εναρκτήρια δήλωση της υπεράσπισης στο δικαστήριο ξέσπασε σε κλάματα.

 

 

Το περιστατικό, μέσα στη σκληρότητα και βιαιότητά του, προκαλεί σοβαρές ανησυχίες για την πρόσβαση και την υποστήριξη που λαμβάνουν οι νέοι με ψυχικές διαταραχές καθώς και το διαχρονικό ζήτημα της οπλοκατοχής στις ΗΠΑ, αφού συχνά η Πολιτεία δίνει πρόσβαση σε αυτά, σε ανθρώπους που δεν έχουν την ψυχική διαύγεια να τα διαχειριστούν. Ολόκληρη η δικογραφία, καθώς ξεδιπλώνεται μπροστά μας, εγείρει επίσης ζητήματα ευθύνης του συστήματος για την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία ατόμων που υποφέρουν από ψυχικά προβλήματα.