Γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο το Μάιο του 1927. Ήταν μοναχοπαίδι, από φτωχή οικογένεια. Το 1948 εξορίστηκε στη Μακρόνησο, όπου έμεινε δύο χρόνια. Τότε ήταν που γνώρισε τον Κούνδουρο και μαζί, ετοίμασαν πολλές παραστάσεις για τους συγκρατούμενούς τους. Έπειτα χωρίστηκαν για κάποια χρόνια, ο Βέγγος έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού μέχρι που τον βρήκε ξανά, βάζοντάς τον στη μεγάλη οθόνη. Έπειτα, ήρθαν τεράστιες επιτυχίες όπως «Ο δράκος», «Μανταλένα», «Ο Ηλίας του 16ου», «Ποτέ την Κυριακή» κι έγινε για πάντα ο καλός μας άνθρωπος. Μας άφησε σαν σήμερα 3/5 το 2011.
«Έπρεπε να γεράσω, αγόρι μου, για να μάθω τι είναι ευτυχία. Τελικά, ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια, δυο χέρια. Αυτά που θα σε αγκαλιάσουν, θα σε κρατήσουν, θα σε κοιμίσουν, θα σε περιποιηθούν, θα σου μαγειρέψουν, θα σε χαϊδέψουν και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια. Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν. Χάσιμο χρόνου. Θα το δεις κι εσύ όσο μεγαλώνεις!»
«Καλοί μου άνθρωποι, πρέπει να κουραστήκατε απ’ αυτήν την ακατάσχετη βεγγολογία· εγώ πάντως κουράστηκα. Το χάρηκα, αλλά κουράστηκα. Ειλικρινά, δεν πιστεύω ότι έκανα πάρα πολύ σπουδαία πράγματα στην καριέρα μου. Για ένα πράγμα όμως σας διαβεβαιώ. Ότι στη γαλέρα της ζωής μου τράβηξα άγριο κουπί.»
«Ξέρετε τι είναι τα χιλιόμετρα για εκείνον που θέλει να σε δει; Λεπτομέρειες…»
«Στην οικογένειά μου, εγώ δε φέρθηκα καλά. Δε φέρθηκα καλά. H γυναίκα μου στερήθηκε πράγματα. Tα παιδιά μου επίσης. Tους ταλαιπώρησα όλους φριχτά. Έδωσα 167 ταινίες στον κινηματογράφο και η γυναίκα μου είδε να της παίρνουν το σπίτι. Tο μετράς αυτό; Είδε κλητήρες να της πετάνε τα πράγματα έξω. Ξέρεις τι θα πει νά ‘ρχονται να σου πετάνε τα έπιπλα του σπιτιού σου στο δρόμο; Ξέρεις τι θα πει να περπατάς, να ακούς «Θανάση!» και να μη γυρίζεις το κεφάλι σου γιατί δεν ξέρεις, αν σε φωνάζει φίλος ή δανειστής;»
«Δεν βλέπω γέλιο, μόνο χαμόγελα βλέπω. Σήμερα πλέον ο κόσμος δεν γελάει με τίποτε. Έχει πολλά προβλήματα. Δεν γελάει όπως γελούσε. Έχει ανάγκη να γελάσει, και μεγαλύτερη από παλιά, αλλά δεν γελάει. Είναι πικραμένος ο κόσμος.»
«Εμένα δε μου έκαναν τίποτα εκεί στη Μακρόνησο, μπροστά σε αυτά που έκαναν στους άλλους. Δε μιλάω για τις απειλές, για το ξύλο, για την πείνα, για την ταπείνωση, για τα μαρτύρια, για τους βασανισμούς. Μιλάω για την ντροπή. Για κείνους που δεν άντεξαν. Και τους ανάγκασαν ύστερα να στραφούν εναντίον των συντρόφων τους. Αυτό δεν το σηκώνει κανένας. Είναι η χρεοκοπία του ανθρώπου.»
«Θα ξέρεις βέβαια, ότι κάποτε έβαλα όλο το συνεργείο και ξεσκόνισε τις Θερμοπύλες! Ναι, μα τον Θεό! Καθαρίσαμε τις Θερμοπύλες για ένα γύρισμα. Αυτή η τελειότητα μόνο στο δικό μου κεφάλι υπάρχει. Αυτή η τελειότητα με έχει οδηγήσει δύο φορές στην καταστροφή.»
«Από τη ζωή μου κρατάω ότι με αγάπησαν 4 εκατομμύρια άνθρωποι και με μίσησαν τρεις. Νομίζω ότι δε θα είναι παραπάνω.»