Μια σημαντική μεταβολή στη στάση του παρατηρείται στον 30χρονο άνδρα που κατηγορείται για τη δολοφονία της 43χρονης πρώην συντρόφου του, Δώρας, στο Αγρίνιο. Αρχικά, όπως αναφέρουν οι μάρτυρες, ο δράστης είχε ομολογήσει την πράξη του σε τηλεφωνική συνομιλία με την αδελφή του, λέγοντας «το έκανα» και εξηγώντας ότι δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς τη Δώρα.

Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, ο 30χρονος φαίνεται να αρνείται να αποδεχτεί την πραγματικότητα της δολοφονίας. Υποστηρίζει ότι δεν πιστεύει τους αστυνομικούς όταν του λένε ότι η πρώην σύντροφός του έχει πεθάνει, θεωρώντας ότι του λένε ψέματα. Ζητά από τις Αρχές να του επιτρέψουν να της τηλεφωνήσει, ενισχύοντας την εικόνα μιας ψυχικής αναστάτωσης που τον έχει καταβάλει.

 



 

Είναι πραγματική κρίση ή στρατηγική;

Από την πλευρά του, ο 30χρονος ισχυρίζεται ότι παθαίνει κρίσεις πανικού και πως χρειάστηκε να λάβει φαρμακευτική αγωγή. Στη φυλακή, απαιτεί να του επιτρέψουν να καλέσει τη Δώρα στο τηλέφωνο, επιμένοντας ότι ζει ακόμα. Αυτή η φαινομενικά παράλογη συμπεριφορά μπορεί να έχει δύο εξηγήσεις: είτε πρόκειται για μια ειλικρινή ψυχική κατάρρευση που όντως τον έχει αποσυνδέσει από την πραγματικότητα, είτε για μια προσεκτικά σκηνοθετημένη προσπάθεια να αποφύγει την καταδίκη, προβάλλοντας την ψυχική του κατάσταση ως ασπίδα.

Οι αστυνομικές αρχές, από την άλλη, δε δείχνουν να πείθονται από τους ισχυρισμούς του. Τα γεγονότα και τα βίντεο ντοκουμέντα που έχουν έρθει στο φως δείχνουν έναν άνθρωπο που ήξερε ακριβώς τι έκανε. Πήγε στη συνάντηση με τη Δώρα με γεμάτο όπλο και αμέσως μετά τη δολοφονία της έφυγε προς το εκκλησάκι όπου κρύφτηκε, προσπαθώντας να αποφύγει τη σύλληψη. Όλες οι κινήσεις του δείχνουν σχέδιο και πρόθεση – δεν ήταν απλώς μια στιγμή παραφροσύνης που τον έσπρωξε σε αυτή τη φρικτή πράξη.

 

 

Το πρόβλημα με την υπεράσπιση του 30χρονου

Όταν ήρθε η ώρα να βρει δικηγόρο, το πράγμα έγινε δύσκολο. Κανένας δεν ήθελε να τον αναλάβει. Τελικά, βρέθηκε ένας δικηγόρος από την Αθήνα, που ζήτησε παράταση για να μελετήσει την υπόθεση. Και το ερώτημα παραμένει: αν ο κατηγορούμενος επιχειρήσει να βασίσει την υπεράσπισή του σε μια ψυχική ασθένεια, πώς θα διασφαλίσει η δικαιοσύνη ότι μια ενδεχόμενη στρατηγική δε θα βρει τρύπες στο σύστημα;