Έχω καιρό να γράψω. Αν με ρωτήσεις, λίγες μέρες πριν πίστευα πως είχα χάσει μια και καλή την έμπνευση. Δεν ήταν λίγες οι φορές που άνοιξα ένα έγγραφο στον υπολογιστή και στις πρώτες 2-3 γραμμές, κατέληξα στο «Χ» πάνω δεξιά, χωρίς να μπω στον κόπο να το αποθηκεύσω.

Αν απορήσεις γιατί επέλεξα τη σιωπή, μια εύκολη απάντηση είναι ότι δεν ένιωθα να έχω κάτι ενδιαφέρον να πω. Με είχε πείσει η δικαιολογία πως για ν’ αξίζω λίγο απ’ τον πολύτιμο χρόνο σου, οφείλω τουλάχιστον να σε κάνω να νιώσεις κάτι. Κι εγώ δεν ήξερα ούτε πώς νιώθω εγώ.

Στη δουλειά, την καθημερινότητα αξιοζήλευτη δεν τη λες -κι ας έχω πετύχει το πολυπόθητο «βρες κάτι να σ’ αρέσει». Αυτοί που στο ‘παν, ξέχασαν να συμπληρώσουν πως ακόμα κι αν γουστάρεις αυτό που κάνεις, αν ο τρόπος που γίνεται σε ξενερώνει, αν το περιβάλλον σού είναι στην καλύτερη αδιάφορο, αν δουλεύεις καθημερινά υπερωρίες χωρίς καν να σ’ έχουν ρωτήσει αν θες, το πολύ – πολύ ν’ αργήσεις να υποβάλεις παραίτηση, κάνοντας υπομονή και τα στραβά μάτια. Αυτό δεν αλλάζει τη μιζέρια που σου βγαίνει τις υπόλοιπες ώρες, την γκρίνια που ακούει η μάνα σου ή ο κολλητός σου, τη νωχελικότητα που σε πιάνει και δε θες να σηκωθείς απ’ τον καναπέ να πλύνεις εκείνα τα ρημaδια τα πιάτα, που στόμα να ‘χαν θα μιλούσαν τόσες μέρες στον νεροχύτη.

Όταν νιώθεις σωματικά και ψυχικά κουρασμένος, είναι το λιγότερο αναμενόμενο να πάρει η μπάλα και την κοινωνική σου ζωή. Με τους φίλους τα ωράρια δε συμπίπτουν -ή για να λέμε τα πράγματα ως έχουν αποφασίζει ο καθένας να βάλει προτεραιότητες. Περιμένεις απ’ το φιλαράκι που γύρισε κομμάτια απ’ τη δουλειά, βρίσκοντας σπίτι τη μια κατσαρόλα μες την άλλη, να σου στείλει καθημερινή να πάτε για μπίρες; Εδώ προσπαθεί να λύσει το «τι θα φάμε σήμερα», την ώρα που έχει ανάψει θερμοσίφωνα και έχει απλώσει τα πόδια στον καναπέ. Άσε που άμα παίζει και κανένα αμόρε, ο χρόνος για παρέα είναι πιο περιορισμένος -κι ας έχει κανείς όλη την καλή διάθεση.

Η αλήθεια είναι τόσο καιρό δε μιλούσα, πως απέφευγα τις αναφορές σε μια καθημερινότητα που εγώ πρώτη ένιωθα πως τα ‘χω κάνει σκaτά. Πίστευα πως όσοι λιγότεροι ξέρουν, τόσο πιο εύκολα θ’ αλλάξει. Ίσως πάλι και να ντρεπόμουν να μοιραστώ κάτι που στα μάτια μου δε μοιάζει ιδανικό ή να φοβόμουν να συνειδητοποιήσω εγώ πρώτη πώς έχουν τα πράγματα.

Όσο περνάει ο καιρός, καταλαβαίνω πως ίσως να ‘μαστε πολλοί οι μπερδεμένοι, αυτοί που τα ‘χουμε κάνει κουβάρι στο κεφάλι μας και επιλέγουμε το “go with the flow”, γιατί απλώς δεν ξέρουμε από πού να πιάσουμε τον μίτο. Είστε πολλοί εκείνοι που ξυπνάτε το πρωί, ανοίγοντας τις κουρτίνες, βάζοντας μια κούπα καφέ, και ευγνωμονώντας που ξημέρωσε και σήμερα, ή μήπως κι εσείς αγουροξυπνήμενοι το πάτε από αναβολή σε αναβολή, πεπεισμένοι πως κάποιος σας κάνει πλάκα και πως δε γίνεται να σηκώνεται κανείς και να νιώθει πως δεν κοιμήθηκε;

Τελικά, με ορισμένους παίζει και να ‘χουμε κοινά. Μπορεί να είμαστε τόσο διαφορετικοί, αλλά καθόλου απίθανο να μοιραζόμαστε παρόμοιες ανησυχίες, και να ψάχνουμε τρόπους να την παλέψουμε. Κι ας μην τους έχουμε βρει ακόμα, βήμα – βήμα.

Έγραψε κάποτε ο Λειβαδίτης πως «ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει». Κάποια χρόνια πριν, τη δήλωση αυτή την έβρισκα ρομαντική. Έπειτα, μου φάνηκε ανούσια, σε μια προσπάθεια αποβάλλω τα όποια εξαρτητικά στοιχεία. Σήμερα, τη φράση αυτή την καταλαβαίνω. Δεν είσαι μόνος. Είμαστε μαζί.