Η Μαρία Κάλλας ήταν η απόλυτη Ελληνίδα ντίβα στον κόσμο της όπερας και του θεάτρου και σαν σήμερα συμπληρώνονται 100 χρόνια απ’ τη γέννησή της. Ήταν αυτή που έδωσε αέρα ανανέωσης στην όπερα κι εμπλούτισε μοναδικά το ρεπερτόριο της με τα φωνητικά της προσόντα. Στο ιταλικό «μπελ-κάντο» αποτελεί ένα ζωντανό παράδειγμα και σημείο αναφοράς για κάθε performer της όπερας που επιδιώκει να διαδεχθεί την Κάλλας.

Η Μαρία Σοφία Άννα Καικιλία Καλογεροπούλου, όπως ήταν το πλήρες της όνομά της, γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 στη Νέα Υόρκη. Κόρη του φαρμακοποιού Γεωργίου Καλογερόπουλου και της Ευαγγελίας Δημητριάδη, μετακόμισε με την οικογένειά της στην Αθήνα το 1937. Ήδη από μικρή ηλικία έδειχνε αφοσίωση στη μουσική, κερδίζοντας βραβεία σε διαγωνισμό παιδικών φωνών όταν ήταν 11 χρονών. Στη συνέχεια, σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο με καθηγητές της τους: Μαρία Τριβέλλα, Ήβη Πανά και Γεώργιο Καρακαντά.

Ο πρώτος της ρόλος ως «Σαντούτσα» στην όπερα «Καβαλερία Ρουστικάνα» του Μασκάνι αναδείχθηκε σε μια σημαντική στιγμή της πορείας της. Το 1939 γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών, όπου κι είχε την τιμή να μαθητεύσει δίπλα στη διάσημη Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, αποκτώντας βαθιά γνώση της υψηλής τέχνης των ρόλων του ιταλικού ρομαντικού ρεπερτορίου.

 

Πηγή εικόνας: Money Review

 

Το 1940 προσλήφθηκε στη Λυρική Σκηνή που τότε άνηκε στο Βασιλικό θέατρο. Το 1941 και κατά την πρώτη της εμφάνιση, υποδύθηκε το ρόλο της «Βεατρίκης» στην οπερέτα «Βοκκάκιος» του Σουπέ. Από εκεί και πέρα, μέχρι το 1945, έλαμψε σε παραστάσεις όπως η «Τόσκα», το «Κάμπο του Ντ’ Αλμπέρ», «Καβαλερία Ρουστικάνα», «Ο πρωτομάστορας» του Μανώλη Καλομοίρη, «Φιντέλιο» του Μπετόβεν κι η οπερέτα «Ο Ζητιάνος Φοιτητής» του Καρλ Μιλέκερ.

Τον Σεπτέμβριο του 1945, επέστρεψε στον τόπο καταγωγής της για να προωθήσει τη διεθνή της καριέρα, αλλάζοντας το επίθετό της σε Κάλλας. Παρότι παρέμεινε άνεργη μέχρι και το 1947, αυτό  δε φαίνεται να την πτόησε, αντιθέτως την πείσμωσε περισσότερο. Μετά από μια επιτυχημένη ακρόαση, ανέλαβε τον ρόλο της «Τζιοκόντα» στην ομώνυμη όπερα του Αμίλκαρε Πονκιέλι στην Αρένα της Βερόνας, έναν απ’ τους σπουδαιότερους λυρικούς χώρους της Ιταλίας. Παρά το γεγονός ότι είχε ένα ατύχημα στραμπουλίζοντας τον αστράγαλό της, κατάφερε να πραγματοποιήσει με επιτυχία το πρώτο της σημαντικό βήμα στη σταδιοδρομία της στις 2 Αυγούστου του 1947.

Ο μαέστρος που ηγήθηκε της αξιοσημείωτης ερμηνείας δεν ήταν άλλος από τον διάσημο Τούλιο Σεραφίν, ο οποίος έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για το φωνητικό της ταλέντο κι ανέλαβε το ρόλο του μέντορά της, καθοδηγώντας τη να εξερευνήσει νέες τεχνικής εξειδίκευσης της καλλιτεχνικής της ερμηνείας ενώ στην πόλη της Βερόνας, μια άλλη προσωπικότητα με επιρροή ήταν παρούσα, κι αυτή δεν ήταν άλλη απ’ τον αξιότιμο βιομήχανο Gianbattista Meneghini, ο οποίος τη λάτρευε βαθιά όχι μόνο ως εξαιρετική καλλιτέχνιδα αλλά κι ως γυναίκα. Στις 21 ​​Απριλίου του 1949, η Κάλλας επέλεξε να παντρευτεί μαζί του, παρά τη μεγάλη διαφορά της ηλικίας τους.

Με την πολύτιμη βοήθεια του Meneghini, η καριέρα της Κάλλας εκτοξεύτηκε στα ύψη καθώς κατέκτησε αβίαστα όλους τους απαιτητικούς ρόλους τρεμπλ και κολορατούρα. Σε μια αξιοσημείωτη στιγμή για τον κόσμο της όπερας εμφανίστηκε στη σκηνή της Σκάλας του Μιλάνου το 1951. Εκεί η Κάλλας μάγεψε το κοινό με την άψογη ερμηνεία της στον «Σικελικό Εσπερινό» του Βέρντι.

 

Πηγή εικόνας: athensvoice

 

Μετά τον ηχηρό θρίαμβο στην περίφημη «Σκάλα του Μιλάνου», η περίφημη «Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης» υπέκυψε με χάρη στην ακαταμάχητη γοητεία της Κάλλας. Η Κάλλας την εποχή εκείνη ακολουθούσε μια πολύ αυστηρή διατροφή για να διατηρείται σε φόρμα κι αυτό είχε τραγικές συνέπειες στην καριέρα της.

Η αυστηρή διατροφή που έκανε επηρέασε τις φωνητικές της ικανότητες -που συχνά ξεπερνούσαν τα όρια του εύρους της, αναλαμβάνοντας πολλαπλούς ρόλους μέσα σε μια σεζόν ή ακόμα και κατά τη διάρκεια ενός μόνο ρεσιτάλ -που αναπόφευκτα επηρέασε την ποιότητα της φωνής της, μειώνοντας σταδιακά τη δύναμή της σε υψηλότερους τόνους. Το καλοκαίρι του 1957, εμφανίστηκε στη σκηνή του Ηρώδειου Αθηνών τιμής ένεκεν για το Φεστιβάλ Αθηνών όπου κι αποθεώθηκε διθυραμβικά.

Κατά τη διάρκεια της ερμηνείας της στη «Norma» του Bellini το 1958 αποχώρησε απ’ τη σκηνή έπειτα από αποδοκιμασίες του κοινού. Συνεργάστηκε με τον Αλέξη Μινωτή και τον διάσημο Γιάννη Τσαρούχη, ξεκινώντας μια αξιοσημείωτη προσπάθεια να δώσει στο κοινό μια φρέσκια απόδοση της «Μήδειας» του Κερουμπίνι στην Όπερας του Ντάλας. Η ηχηρή επιτυχία οδήγησε στη μετέπειτα μετεγκατάστασή της στο περίφημο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου όπου και γνώρισε τον Αριστοτέλη Ωνάση που έμελε να γίνει κι ο μεγάλος έρωτας της ζωής της.

Η Κάλλας έζησε μια ζωή αντισυμβατική, μακριά από πρέπει και στερεότυπα. Για την ακρίβεια κατέρριπτε κάθε στερεότυπο που έβρισκε στον δρόμο της. Ήταν η Κάλλας κι αυτό αρκούσε για ν’ ανοίγουν όλες οι πόρτες διάπλατα. Πίσω απ’ τις πόρτες αυτές όμως επικρατούσε κι ένας αυτοκαταστροφικός εαυτός που μόνο η ίδια όριζε. Και ναι είναι αλήθεια. Η ίδια όριζε την επιτυχία, η ίδια και την πτώση της.

 

Με τον Αριστοτέλη Ωνάση. Πηγή εικόνας: hello.gr

 

Πηγή κεντρικής εικόνας: ot.gr

 

Συντάκτης: Ανδρέας Πετρόπουλος