Την περιμέναμε καιρό αυτήν την ταινία. Όλοι έγραφαν για τις «Ιστορίες καλοσύνης» από εδώ κι από εκεί, το νέο εγχείρημα του Λάνθιμου και πόσο πολύ πιστεύει σ’ αυτή την ταινία ο κόσμος. Ήδη απ’ τo Φεστιβάλ των Καννών, η ταινία έδειξε τη δυναμική της αφού απέσπασε διθυραμβικά σχόλια κι επιτέλους ήρθε η στιγμή να την απολαύσουμε κι εμείς.
Τα φώτα έσβησαν. Η ταινία ξεκίνησε με το “Sweet Dreams” των Eurythmics που κυκλοφόρησε το 1983 και παρέμεινε Νο1 στα charts για περισσότερες από σαράντα εβδομάδες, δημιουργώντας ένα στιγμιαίο χαμόγελο στο πρόσωπο μου, το οποίο γρήγορα έσβησε μ’ όσα ακολούθησαν.
Ο Γιώργος Λάνθιμος, με τον Ευθύμη Φιλίππου ξανά στο πλευρό του ως συν σεναριογράφο, μας παρουσιάζει μια δαιμονική οπτική στο ζοφερό, νιχιλιστικό σύμπαν της ταινίας. Ένα γνώριμο κομμάτι που καθησυχάζει τις αισθήσεις και λειτουργεί ως αντίβαρο στην ένταση της σκηνής και των υπόλοιπων 166 καθηλωτικών λεπτών που θα σού κόψουν την ανάσα.
Η ταινία είναι δομημένη σε τρία διακριτά κεφάλαια, το καθένα με δικό του τίτλο και τίτλους τέλους, που το διαχωρίζουν απ’ το επόμενο. Θα έλεγε κανείς ότι είναι τρεις ταινίες μικρού μήκους δεμένες σε μια μεγάλη παραγωγή. Οι ίδιοι ηθοποιοί υποδύονται διαφορετικούς χαρακτήρες, προερχόμενοι από διάφορα κοινωνικά στρώματα και βιώνοντας διαφορετικές καταστάσεις. Μόνο ένας ηθοποιός, ο Γιώργος Στεφανάκος, παραμένει στον ίδιο ρόλο, έναν ρόλο κομβικό που ενώνει τις τρεις ιστορίες μ’ έναν περίτεχνο τρόπο.
Η πρώτη ιστορία καλοσύνης -που κρύβει μια δόση ειρωνείας- έχει να κάνει μ’ έναν άνδρα που βρίσκεται στην κορυφή της καριέρας του και καθημερινά λαμβάνει σαφείς εντολές απ’ το αυταρχικό αφεντικό του,όχι μόνο για το πώς να δουλεύει, αλλά και για το πότε να ξυπνά, τι να φορά, τι να τρώει και να πίνει, ακόμη και για το πότε να κάνει έρωτα με τη γυναίκα του, την οποία έχει επιλέξει το ίδιο το αφεντικό. Όταν του ζητηθεί κάτι που θα δοκιμάσει τα όριά του, ο άνδρας αρνείται κι απολύεται, όχι μόνο απ’ τη δουλειά του, αλλά κι απ’ αυτή τη σχέση που είχε συνάψει μέχρι πρότινος. Αντί να βρει την ελευθερία του, εγκλωβίζεται και ψάχνει μέθοδο διαφυγής, ενώ παράλληλα έρχεται αντιμέτωπος με τους χειρότερους εφιάλτες του.
Η δεύτερη ιστορία καλοσύνης έχει ως κύριο πυρήνα την ιστορία ενός αστυνομικού που χάνει τη γυναίκα του σ’ ένα μυστηριώδες ναυάγιο. Όταν εκείνη επιστρέφει, αντί να χαρεί, παρατηρεί ότι η συμπεριφορά της έχει αλλάξει. Πώς τολμά να αλλάξει χαρακτήρα χωρίς να το εγκρίνει ο σύζυγός της; Κι εδώ βλέπουμε ένα ξεκάθαρο μήνυμα της ταινίας ενάντια στην πατριαρχία μέσα απ’ τα μάτια του ταλαντούχου Λάνθιμου.
Στην τρίτη και τελευταία ιστορία, ο άνδρας μένει πίσω όταν η γυναίκα του τον αφήνει πίσω για να κυνηγήσει το φιλόδοξο όνειρό της. Η φιλοδοξία της είναι τεράστια, ενώ η αυτοεκτίμησή της έχει πέσει στα τάρταρα. Όπως και στην πρώτη ιστορία, η δουλειά της καθημερινά είναι σκληρή, οι απαιτήσεις εξωφρενικές κι η αποκοπή απ’ την οικογένεια αναπόφευκτη. Σε μια καθοριστική στιγμή, ο άντρας θα την τιμωρήσει που τον άφησε πίσω στις προτεραιότητές της, δείχνοντάς της τη θέση της υποταγμένης κι εξαρτημένης από εκείνον. Μια σύνδεση συνδρόμου Στοκχόλμης θα έλεγε κανείς και την ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε θuτη και θuμα.
Η ταινία αυτή είναι αυτό που έχεις συνηθίσει απ’ τον Λάνθιμο τόσα χρόνια και δε θα σού προκαλέσει καμία έκπληξη βλέποντάς τη. Δεν έχει καμία σχέση με το πολυβραβευμένο “Poor Things”, αλλά σού θυμίζει τις καθηλωτικές στιγμές που έζησες, βλέποντας τον «Κυνόδοντα» και τις «Άλπεις», όταν μπήκες για πρώτη φορά στον κόσμο του. Έναν κόσμο-ψυχογράφημα που καταπιάνεται μ’ όσα θέλει να σού πετάξει στη μούρη και να στα σερβίρει με μεγάλη μαεστρία κι έξυπνο χιούμορ. Αν ψάχνεις για μια ταινία που θα σε καθηλώσει, θα σε σοκάρει και θα σε κάνει να σκεφτείς, τότε μην τη χάσεις. Το σκοτεινό αυτό αριστούργημα του Λάνθιμου δεν είναι για τους λιπόψυχους, αλλά σίγουρα αξίζει την προσοχή σου.