Για τους friends έχουν γραφτεί χιλιάδες γραμμές κι η ίδια η σειρά έχει γράψει ιστορία. Τείνει να καθιερωθεί ξεκάθαρα ως η “καλύτερη κωμική σειρά όλων των εποχών” και δύσκολα να βρεις έστω ένα άτομο που δεν έχει δει ποτέ κανένα επεισόδιο. Είναι όλη αυτή η μανία δικαιολογημένη; Σε κάποιο βαθμό, είναι τουλάχιστον, ερμηνεύσιμη.

Στα “φιλαράκια” ο θεατής δεν είδε μόνο τη ζωή που θα ‘θελε να έχει αλλά και τον εαυτό που θα ‘θελε να είναι. Κι ακριβώς σ’ αυτή την ταύτιση του ιδανικού βασίστηκε κι η εξωπραγματική απήχηση της σειράς:
Ένα κτίριο όπου όλοι οι αγαπημένοι σου βρίσκονται σε διπλανά διαμερίσματα, ένα στέκι στο κέντρο του Μανχατάν να φιλοξενεί τα γέλια και τους αναστεναγμούς σου, σχέσεις βαθιές και κατανοητικές εκεί όπου κάθε γκάφα κι αδυναμία σου καλωσορίζεται με αποδοχή κι έναν επιεική σαρκασμό που δεν παρεξηγεί και δεν παρεξηγείται.

Στο “It’s always in Philadelphia”, κατα ορισμένους το -υποτιμημένο- αντίπαλο δέος των friends, η πραγματικότητα παρουσιάζεται τόσο “πραγματική” που κλοτσάει, ενοχλεί και συχνά φέρνει γέλιο από εκείνο που μοιάζει με αμηχανία

Οι 5 βασικοί χαρακτήρες της σειράς, κινούμενοι στην Αμερική της τελευταίας 20ετίας με όλες τις αντιθέσεις και τις μεταμορφωτικές αλλαγές της, δείχνουν να προσομοιάζουν περισσότερο στον ακατέργαστο εαυτό μας και την “απολίτιστη” εκδοχή του. Εκείνη που ζορίζεται να σφηνώσει στις επιταγές της “καθωσπρέπει συμπεριφοράς”, της πρόσφατα αναδιαμορφωμένης πολιτικής ορθότητας κι ενίοτε και της στοιχειώδους ευγένειας. Μοιάζουν να μιλούν χωρίς να σκέφτονται, να δρουν χωρίς να προβλέπουν, να μην αγωνιούν για ουδεμία εντύπωση που θα προκαλέσουν – εξού και το χιούμορ της σειράς εναλλάσσεται διαρκώς ανάμεσα στο εντελώς παιδικό και το ακραία βιτριόλικο, αγνοώντας όλες τις ενδιάμεσα αποχρώσεις.

Τα θέματα στη συντριπτική πλειοψηφία τους είναι απ’ αυτά που διχάζουν κάθε λογής μάζα: Φεμινισμός, προσφυγικό, σ3ξ, όσοι μας εξουσιάζουν, θρησκεία, εξ@ρτήσεις, τζόγ0ς, μικρές ή μεγαλύτερες απάτες, χρήμα και αλαζονεία: Όλα δηλαδή όσα λίγο ή πολύ μπορούν να φέρουν στην επιφάνεια τον πιο αδίστακτο κι αχόρταγο εαυτό μας.

Όλα αυτά όμως διαδραματίζονται συνήθως στο παρασκήνιο, όσο στο προσκήνιο παρακολουθούμε την αγωνιώδη προσπάθεια τεσσάρων τριαντάρηδων και του πατέρα των δύο απ’ αυτούς, να πείσουν κανένα πελάτη να μπει στο μπαράκι τους και προκειμένου να το πετύχουν υποκύπτουν σε κάθε τέχνασμα

Το πρώτο έτος κυκλοφορίας του ο διεθνής τύπος έμοιαζε διχασμένος στις κριτικές του. Οι προοδευτικότερες φωνές μίλησαν για μια προκλητική μαύρη κωμωδία που θέλει να φωτίσει τον ελέφαντα στο σαλόνι. Οι συντηρητικότερες, τη μαύρισαν.

Η προσθήκη του Ντάνι Ντε Βίτο, κι η παραμονή του έως και σήμερα (στον 16ο) κύκλο, εν μέρει καθησύχασε ορισμένους απ’ τους έντονα διαφωνούντες, παραμένει ωστόσο ως και σήμερα για μεγάλη μερίδα του κοινού να θεωρείται διχαστική και κόκκινο πανί. Ο ίδιος ο Ντε Βίτο έχει δηλώσει ότι παρά τις κινηματογραφικές του υποχρεώσεις αρνείται να διακόψει απ’ τη σειρά γιατί είναι το “ασφαλές” περιβάλλον στο οποίο μπορεί να σαρκάσει τον εαυτό του και να απολαύσει τόσο τη διαδικασία όσο και το αποτέλεσμα.

Σε αντίθεση με τους “friends” όπου βλέπουμε την οικειότητα μεταξύ των πρωταγωνιστών να χτίζεται κυρίως επάνω στο χιούμορ, τις ανάλαφρες συζητήσεις, τις διαρκείς συναντήσεις, τα ευτράπελα της καθημερινότητας, τις μικρές και μεγαλύτερες ερωτικές τους ιστορίες, όλα όσα ενώνουν τις παρέες στο “always sunny in philadelphia” οι πρωταγωνιστές χτίζουν οικειότητα με όσα συνήθως χωρίζουν τις παρέες. Με όλα όσα κανονικά θα μας εξόργιζαν, θα μας δίχαζαν κι εν τέλει θα μας απομάκρυναν.

Η σειρά μέσα στον υπερβολικό ρεαλισμό της καταλήγει τελικά να γίνεται σουρεαλιστική. Και γίνεται σουρεαλιστική σκόπιμα τελείως, καθώς όσοι βρίσκονται πίσω απ’ τους διαλόγους της γνωρίζουν καλά ότι αν δεν τράβαγαν το σκοινί στα άκρα, αντί για γέλιο (έστω και κατά στιγμές αμήχανο) θα προκαλούσαν αποστροφή. Γιατί ο θεατής τρομάζει όταν βλέπει το τέρας του στον καθρέφτη. Συνεπώς πρέπει με κάποιο τρόπο να τον καθησυχάσεις ότι αυτό το τέρας δεν είναι ο ίδιος αλλά κάποιος άλλος, ώστε να εφησυχαστεί και ν’ απολαύσει ό,τι βλέπει στην οθόνη του – αν δεν προηγηθεί ο εφησυχασμός, ο έστω κι ο στιγμιαίος, δε θα μπορέσει ο σπόρος να κάνει τη δουλίτσα του στο παρασκήνιο.

Κι εκεί ακριβώς έγκειται η κύρια διαφορά ανάμεσα στις 2, κλασικές πλέον, σειρές.

Στους “friends” το γέλιο κυλάει άκοπα σαν γάργαρο ρυάκι, ο νους δεν έχει λόγους να υπεραναλύσει, οι μπουκιές κατεβάινουν γρήγορα, τα αναψυκτικά ρέουν στον ουρανίσκο, η προσοχή δε χρειάζεται να είναι απόλυτα στραμένη μην τυχόν και χαθεί κάποια πολύτιμη ατάκα που θ’ ακολουθήσει.

Το “Sunny” δε θα το βάλεις να παίζει στο background καθώς θα σιδερώνεις ή όσο κάνεις διάδρομο, ακόμη και το πιάτο σου θα το κοιτάς φευγάλεα μην τυχόν και σου ξεφύγει κάποιος υπότιτλος, όταν τελειώσει ένα επεισόδιο θα χρειαστείς λίγα λεπτά να συνειδητοποιήσεις τις συνδέσεις και τα νοήματα και καθώς θα ξεκαρδίζεσαι ταυτόχρονα θα αναρωτιέσαι τι ανακάλυψες σήμερα για τον εαυτό σου.

Tι παραπάνω να ζητήσεις από μια “κωμωδία”;

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά