Στους Αμπελόκηπους, μια κοινή περιοχή στην καρδιά της Αθήνας, σημειώθηκε ένα αποτρόπαιο έγκλημα που έγινε γνωστό λίγες μόνο ώρες πριν. Όλα ξεκίνησαν την Πέμπτη, όταν ένας άνδρας αλβανικής καταγωγής, ηλικίας 39 ετών, τηλεφώνησε στην αστυνομία για να ομολογήσει το έγκλημά του: είχε δολ@φονήσει τη σύζυγό του με σφυρί και το πτώμα της βρισκόταν κρυμμένο στο πατάρι του διαμερίσματός τους.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία και ρεπορτάζ από το Πρωτο Θέμα, ο δράστης χτύπησε τη σύζυγό του με το σφυρί πριν προχωρήσει στον στραγγαλισμό της, ολοκληρώνοντας τη φρικτή πράξη του. Η αφορμή για το φονικό φαίνεται πως ήταν ένα τηλεφώνημα που δέχθηκε η γυναίκα από φίλο της. Όταν εκείνη αποσύρθηκε στο μπάνιο για να μιλήσει, ο 39χρονος την άκουσε, εξοργίστηκε και αποφάσισε να τη σκοtώσει.

Αμέσως μετά το έγκλημα, ο δράστης κάλυψε τη σορό με ένα σεντόνι και την έκρυψε στο δωμάτιο. Την επόμενη ημέρα, όταν τα παιδιά του ξύπνησαν για να πάνε στο σχολείο, ρώτησαν για τη μητέρα τους. Ο ίδιος τους είπε ψέματα ότι «έχει πάει στη δουλειά». Στη συνέχεια τα συνόδευσε στο σχολείο και τα παρέδωσε στον αδερφό του για να τα φιλοξενήσει προσωρινά. Όταν τα παιδιά χρειάστηκε να επιστρέψουν στο σπίτι, ο 39χρονος φέρεται να ένιωσε την πίεση των γεγονότων και αποφάσισε να καλέσει τις Αρχές, ομολογώντας το έγκλημα.

Η αδιανόητη βαρβαρότητα του εγκλήματος δεν περιορίζεται μόνο στην άγρια γυναικοκτονία, αλλά στην ψυχρή στάση του δράστη, ο οποίος όχι μόνο ομολόγησε την πράξη του με κυνισμό, αλλά και παραμένει σε πλήρη συνείδηση ότι οι Αρχές θα τον εντοπίσουν. Το γεγονός ότι το πτώμα παρέμεινε στο διαμέρισμα για μία εβδομάδα, με τα δύο ανήλικα παιδιά του δράστη (9 και 12 ετών) να κυκλοφορούν αμέριμνα στο σπίτι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, επιβεβαιώνει την αίσθηση ότι ο δράστης ένιωθε πως θα μπορούσε να ξεφύγει χωρίς συνέπειες.

 



 

Η αποτρόπαια αυτή πράξη είναι μια ακόμη από τις συνεχείς περιπτώσεις βίας κατά των γυναικών, που δε μοιάζει να καταλαγιάζουν. Αντιθέτως, φαίνεται ότι οι δράστες αισθάνονται όλο και πιο άνετα να διαπράττουν τέτοιου είδους εγκλήματα, διαπραγματευόμενοι με την αίσθηση ότι δε θα υπάρξουν ουσιαστικές συνέπειες για τις πράξεις τους.

Ο δράστης δήλωσε στους αστυνομικούς ότι το κίνητρό του ήταν η ζήλια, μια δικαιολογία που ακούγεται όλο και πιο συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις. Το ότι οι γυναίκες συνεχίζουν να γίνονται στόχοι τέτοιων επιθέσεων βασισμένων σε πατριαρχικές αντιλήψεις για τον έλεγχο και την υποταγή, φανερώνει τη βαθιά ριζωμένη βία και την έλλειψη σεβασμού για την ανθρώπινη ζωή. Η αίσθηση ατιμωρησίας που βιώνουν οι δράστες δείχνει ότι, παρά τις προσπάθειες για ευαισθητοποίηση και πρόληψη, τα συστήματα που πρέπει να προστατεύουν τις γυναίκες συχνά αδυνατούν να παρέχουν τη δικαιοσύνη που απαιτείται.

Η αντίδραση του δράστη – να καθίσει ήρεμος, να παραδώσει τον εαυτό του και να μιλήσει αδιάφορα για την πράξη του – αποκαλύπτει μια αίσθηση «κανονικότητας» στο να εξουδετερώνεται μια ανθρώπινη ζωή για προσωπικούς λόγους, ακόμη και μέσα στην οικογένεια. Παράλληλα, οι ίδιες αυτές συνθήκες αναδεικνύουν και την ευαλωτότητα των παιδιών, που στην περίπτωση αυτή βρέθηκαν να ζουν υπό τη σκιά του εγκλήματος χωρίς καμία προστασία από τον ίδιο τους τον πατέρα.

Το περιστατικό στους Αμπελόκηπους έρχεται να αναδείξει την αποτυχία του κοινωνικού και νομικού συστήματος να επιβάλει μια αίσθηση πραγματικής τιμωρίας για τέτοιες εγκληματικές ενέργειες. Οι δράστες φαίνεται να νιώθουν ότι η επιβολή της δικαιοσύνης μπορεί να τους προσπεράσει, και η όλο και αυξανόμενη συχνότητα αυτών των εγκλημάτων καταδεικνύει την ανάγκη για αυστηρότερη επιτήρηση, καλύτερη υποστήριξη των θυμάτων και, φυσικά, ενίσχυση της κοινωνικής συνείδησης γύρω από την αξία της ζωής και της ισότητας των φύλων.

Όσο η κοινωνία παραμένει αδρανής, τα θύματα της βίας αυτής θα συνεχίσουν να πληρώνουν το τίμημα της αδιαφορίας.