Το τι μπορεί να αφήσει μια συστηματική κακοποίηση στην ψυχή ενός ανθρώπου, είναι ένα ζήτημα κι ένα θέμα συζήτησης που η Ελλάδα αποφάσισε να ανοίξει με το #metoo εδώ και περίπου μια 4ετία. Ωστόσο κι ενώ η κοινωνία υποστηρίζει κρατώντας ψηλά τη δάδα της πως είναι με τα θύματα, στην πράξη ζητάει αποδείξεις, ονόματα, πειστήρια, ενώ όταν πρόκειται για το θύμα, δε διστάζει να το κακοποιήσει ξανά, κριτικάροντας την επιλογή του να μιλήσει ή μη να μιλήσει, καθώς και την προσωπική του διαχείριση προς τον κακοποιητή του.
Στην περίπτωση της Άννας-Μαρίας Βέλλη, τα πράγματα είναι ακριβώς έτσι. Όταν η ίδια βγήκε και μίλησε για την κακοποίηση που έχει υποστεί, καθώς και για τις βίαιες σκηνές που χρειάστηκε να ζήσει, μιλώντας για έναν άνθρωπο -χωρίς να τον κατονομάσει- που την πέταξε στο πάτωμα και τη χτύπησε στο κεφάλι, σύσσωμο το ελληνικό ίντερνετ και τηλεόραση έκαναν βαριές δηλώσεις δίνοντάς της συγχαρητήρια για το θάρρος της. Φαινομενικά, στάθηκε δίπλα της. Μόνο φαινομενικά, όμως.
Διότι, όταν μετά την τελευταία ανάρτησή της στα σόσιαλ μίντια, ερωτήθηκε αν υπάρχει άτομο του κύκλου της που έχει επαφές με τον κακοποιητή της, εκείνη απάντησε πως ναι, υπάρχει, και πως είναι κάτι που η ίδια δε θα έκανε γιατί θα ήταν αυτονόητα με την πλευρά του θύματος, άνοιξε ο ασκός του Αιόλου. Ξεκίνησε τότε ένα δεύτερο παιχνίδι μαγισσών, με ταγκαρίσματα σε δημοφιλή γιουτιούμπερ, πρώην κολλητή φίλη της ίδιας, καθώς και σε αναφορές στον Άρη Μακρή, με τον οποίο η ίδια διατηρούσε σχέση, το οποίο μεταφέρθηκε στις εκπομπές, όπου όλοι είχαν κι από μια άποψη για το γιατί δε λέει ποιος είναι ο θύτης και τι μπορεί να κρύβει αυτό.
Και δωσ’ του οι ελληνική τηλεόραση να αναρωτιέται για ποιον λόγο η ίδια δεν αναφέρει ονόματα και το αν πρόκειται για ένα παιχνίδι δημοσιότητας από την πλευρά της για να έρθει στα φώτα. Όπως τόλμησαν κι είπαν και για τη Ζέτα Δούκα, την Κατερίνα Λέχου, τη Λένα Δροσσάκη και η λίστα δεν έχει τέλος. Μάλιστα ο Άρης Μακρής, με σκοπό να προστατεύσει τον εαυτό του από τις φήμες, θέλησε να κάνει μια, μάλλον ατυχή ανάρτηση, στην οποία να ξεκαθαρίσει πως δεν είναι σίγουρος αν αναφέρεται ή όχι σε εκείνον, λέγοντας, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Χρόνια τώρα αρνιόμουν να πάρω θέση γιατί δεν ήθελα να δώσω συνέχεια σε μια φήμη που αρχικά δεν με κατονόμαζε, άρα και δεν με κατηγορούσε άμεσα, και που τελικά δε με άγγιζε, αφού δε συνάδει με την πραγματικότητα. Για να είμαι ξεκάθαρος ακόμη και σήμερα δεν είμαι σίγουρος ότι η συγκεκριμένη κατηγορία αφορά σε εμένα. Παρόλα αυτά, τα απόνερα αυτής, δυστυχώς έφτασαν σε εμένα και τους ανθρώπους που αγαπώ και με αγαπούν, χωρίς να μπορώ πλέον να μένω αμέτοχος.
Σε κάθε περίπτωση, επικροτώ, θαυμάζω και στηρίζω την κίνηση οποιουδήποτε ανθρώπου να βρει το θάρρος και να μιλήσει όποτε και αν έχει δεχθεί κακοποιητική συμπεριφορά. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η απορία μου είναι; Γιατί μένει απλά εκεί επαναφέροντας ξανά και ξανά το θέμα αυτό; Γιατί δεν κινείται νομικά ώστε να επέλθει δικαιοσύνη στο συγκεκριμένο ζήτημα; Γιατί συνεχίζει να έχει παντού υλικό με τον φερόμενο σαν κακοποιητή;
Όλα αυτά μοιάζουν μυστήρια στο μυαλό μου και με ωθούν στη σκέψη ότι οι λόγοι της φήμης αυτής είναι εκδικητικοί, και ο λόγος που οι προηγούμενες ερωτήσεις μένουν αναπάντητες είναι γιατί η κατηγορία αυτή είναι ανυπόστατη. Υπάρχει και άλλος λόγος; Τα πολυπόθητα views και likes και η, ακόμα πιο ποθητή, συμπάθεια του κόσμου; Δε θα μπω στη διαδικασία να βρω τους λόγους, ούτε θέλω κιόλας, καθώς αρνούμαι να πιστέψω ότι κάποιος θα εκμεταλλευόταν ένα ολόκληρο κίνημα προς όφελός του. Το μόνο που θέλω είναι να αποσυνδεθεί το όνομά μου από αυτήν την τραγική δυσφήμιση.»
Η Χρύσα Κατσαρίνη, η οποία έχει και η ίδια μιλήσει ανοιχτά για την κακοποίησή της, σε ανάρτησή της -ίσως καθόλου άσχετη για το συμβάν- έγραψε:
«Αγάπες ξέρετε ποιος είναι σίγουρος πως μια ιστορία κακοποίησης δεν αναφέρεται σε εκείνον; Αυτός που δεν έχει κακοποιήσει. Πάντως, να πω κάτι για τους δημοσιογράφους που τοποθετούνται τόσο καταγγελτικά επί του θέματος. Η Άννα Μαρία Βέλλη έχει διαψεύσει κατηγορίες που είχαν πέσει πάνω στον λάθος άνθρωπο. Απλά το λέω.»
Η ίδια η Άννα Μαρία, απάντησε στο γιατί δεν κατονομάζει τον κακοποιητή της, αναφέροντας τα εξής:
«Με ρωτούν όλοι γιατί δε λέω το όνομά του. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πει όνομα, αλλά δεν το έχω κρύψει κιόλας. Όποιος θέλει μπορεί να καταλάβει. Εγώ τον κύκλο του και το περιβάλλον του το έχω ενημερώσει. Ας κάνουν οι φίλοι του ό,τι μπορούν να κάνουν. Θα έβγαινα να μιλήσω και να πω ονόματα αν ζούσα σε μια κοινωνία που είναι ασφαλής.»
Γιατί, ναι, δε ζούμε σε μια ασφαλή κοινωνία για τις επιζήσασες κακοποίησης. Ο λόγος; Ο λόγος είναι ότι ζητάμε τα ρέστα από μια γυναίκα η οποία δεν έχει καμία υποχρέωση να βγει και να παλέψει με τον κακοποιητή της, να μιλήσει όποτε θέλουμε εμείς ή να είναι βολική για να κάνουμε νούμερα. Ο λόγος είναι ότι έκαναν ντου κάμερες για να καταγράψουν δηλώσεις της μέσα στη μαύρη νύχτα, με τις φίλες της να τη φυγαδεύουν κακήν κακώς σε μια προσπάθεια να την προστατεύσουν. Ο λόγος είναι ότι τηλεοπτικές εκπομπές βγαίνουν και υποστηρίζουν φερόμενους ως θύτες, βάζοντας το χέρι τους στη φωτιά για την αθωότητά τους, ουσιαστικά συνυπογράφοντας (κι ας μην το λένε) στο ότι όλο αυτό είναι ένα παιχνίδι δημοσιότητας. Ε λοιπόν, δεν είναι και είναι τουλάχιστον ανήθικο να υποθέτουμε, πόσω μάλλον να δηλώνουμε πως είναι.
Αν είναι να δείξουμε λοιπόν έμπρακτα τη συμπαράστασή μας σε επιζώντες κακοποίησης, ας το κάνουμε σεβόμενοι τα όριά τους κι αποδεχόμενοι τα λόγια τους, κι ας κατανοήσουμε ότι ποτέ κανένας άνθρωπος δε θα φέρει στο φως φωτογραφίες από τον ξυλοδαρμό του με στόχο τη δημοσιότητα. Για να ξορκίσει το τέρας, ναι. Για να δείξει και σε άλλες γυναίκες πως δεν είναι μόνες, ναι. Και θα έπρεπε σε αυτό να μας έχει δίπλα της κι όχι απέναντί της.