Η μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε το μεσημέρι της Κυριακής στον Βαρνάβα και επεκτάθηκε με δραματική ταχύτητα στις περιοχές της Βορειοανατολικής Αττικής, άφησε πίσω της ανυπολόγιστες καταστροφές και έναν θάνατο που συγκλονίζει και φέρνει μνήμες που κανένας πολίτης δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί ψύχραιμα. Η φωτιά, η οποία κατέστρεψε χιλιάδες στρέμματα δασικής γης και κατέκαψε περιουσίες, στοίχισε τη ζωή σε μια 60χρονη εργαζόμενη βιοτεχνίας στο Πάτημα Χαλανδρίου.

Η άτυχη γυναίκα, που εργαζόταν σε επιχείρηση εμπορίας λουλουδιών στη συμβολή των οδών Αναπαύσεως και Στρατονίκης, βρήκε τραγικό θάνατο όταν παγιδεύτηκε στο φλεγόμενο κτίριο. Η απανθρακωμένη σορός της εντοπίστηκε από τους πυροσβέστες στην τουαλέτα του κτιρίου, προκαλώντας σοκ στους συναδέλφους και τους γείτονες που τη γνώριζαν.

 

Το χρονικό της τραγωδίας

Η φωτιά ξέσπασε σε δασική περιοχή στον Βαρνάβα και λόγω των ισχυρών ανέμων που έπνεαν στην περιοχή, επεκτάθηκε γρήγορα, φτάνοντας μέσα σε λίγες ώρες σε κατοικημένες περιοχές. Το Πάτημα Χαλανδρίου βρέθηκε σύντομα στο έλεος των φλογών, με τους κατοίκους να δέχονται εντολές για άμεση εκκένωση.

Στην επιχείρηση όπου εργαζόταν η 60χρονη, οι συνάδελφοί της κατάφεραν να εγκαταλείψουν εγκαίρως το κτίριο. Ωστόσο, η ίδια παρέμεινε πίσω, καθώς σύμφωνα με μαρτυρίες, ήθελε να κάνει ένα τηλεφώνημα. «Της λέγαμε “ελάτε, ελάτε” και εκείνη μας απάντησε “θέλω να πάρω ένα τηλέφωνο”», ανέφεραν οι συνάδελφοί της, οι οποίοι περιέγραψαν πώς διέφυγαν από το κτίριο, πηδώντας από έναν φράχτη.

Ο χρόνος ωστόσο ήταν ανελέητος. Οι φλόγες τύλιξαν το κτίριο και η γυναίκα παγιδεύτηκε μέσα. Παρά τις προσπάθειες για τον εντοπισμό της, ήταν ήδη αργά όταν οι πυροσβέστες βρήκαν τη σορό της στην τουαλέτα, όπου πιθανόν είχε καταφύγει σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σωθεί.

 

 

Οι αντιδράσεις των συναδέλφων και του ιδιοκτήτη

Η είδηση του θανάτου της εργαζόμενης σκόρπισε θλίψη και σοκ στην τοπική κοινωνία και ιδιαίτερα στους συναδέλφους της, που την περιέγραψαν ως μια αγαπητή και καλή φίλη. «Χάσαμε τη φίλη μας τη Νάντια, χάσαμε μια πολύ καλή φίλη και συνάδελφο», δήλωσε με θλίψη ένας γείτονας της επιχείρησης στην ΕΡΤ.

Ο ιδιοκτήτης της βιοτεχνίας, κ. Κλέαρχος, μιλώντας στο MEGA, εξέφρασε την απορία του για το γεγονός ότι η γυναίκα δεν εγκατέλειψε το κτίριο. «Δεν ξέρω γιατί έμεινε εκεί. Δεν μπόρεσε να φύγει, εγκλωβίστηκε; Δεν ξέρω πώς έγινε. Εγώ ενημερώθηκα στις 4 η ώρα για τη φωτιά αλλά δεν μπορούσα να ανέβω πάνω. Ήταν η αστυνομία εδώ. Πήρα τηλέφωνο μετά και ήρθε ένα πυροσβεστικό. Υπήρχε μία αδιαφορία από τα πυροσβεστικά. Για την κοπέλα ενημερώθηκα το βράδυ, όταν με πήραν τηλέφωνο και με ρώτησαν συγγενείς της πού είναι. Τότε καταλάβαμε. Δούλευε 20 χρόνια σε εμάς. Ήταν παντρεμένη και είχε και δύο κόρες».

Από την πλευρά του, ένας άλλος συνάδελφός της, ο κ. Σάκης, περιέγραψε την κατάσταση που επικρατούσε εκείνη τη μέρα, επισημαίνοντας την απουσία επαρκούς πυροσβεστικής δύναμης στην περιοχή. «Δεν ήρθε η πυροσβεστική. Ήταν ένα πυροσβεστικό στην κάτω γωνία στην Αναπαύσεως αλλά δυστυχώς δεν ήρθαν προς τα πάνω. Όλα έγιναν αστραπιαία, ήταν πολύ δυνατός ο αέρας, γι’ αυτό έγινε και η καταστροφή αυτή», ανέφερε.

 



 

 

Ο ρόλος των αρχών και η αντιμετώπιση της φωτιάς

Η φωτιά που ξεκίνησε από τον Βαρνάβα και επεκτάθηκε έως το Χαλάνδρι, διασχίζοντας τρεις ορεινές περιοχές, ανέδειξε τις αδυναμίες στον μηχανισμό Πολιτικής Προστασίας και στην επάρκεια των πυροσβεστικών δυνάμεων. Ο δήμαρχος Χαλανδρίου, Συμεών Ρούσσος, σε δηλώσεις του στο MEGA το πρωί της Τρίτης, αναφέρθηκε στο τεράστιο μέτωπο της φωτιάς, εξηγώντας πώς αυτή έφτασε στο Πάτημα μέσω του ρέματος του Ιλισσού.

«Δρουν οι δυνάμεις οι δικές μας και η Πυροσβεστική προκειμένου να μην υπάρξουν αναζωπυρώσεις. Ήταν τεράστιο το μέτωπο και σε συνεργασία με την Πολιτική Προστασία πάρθηκε απόφαση να εκκενωθεί το Πάτημα γιατί φαινόταν ότι η ένταση φωτιάς ήταν τέτοια που δεν μπορούσε να κρατηθεί. Εμείς είμαστε πάνω, όλοι οι φορείς και τα μέσα που έχουμε. Δεν μπορούσε να σταματήσει η φωτιά στα όρια του δήμου, μπήκε η φωτιά από την Πεντέλη στο ρέμα του Ιλισσού και από εκεί κατέβηκε στην οδό Αναπαύσεως, είχε γίνει η εκκένωση και τη φωτιά τη σταματήσαμε επί της Αναπαύσεως και Ηρακλείτου», εξήγησε ο κ. Ρούσσος.

Όσον αφορά την τραγική απώλεια της εργαζόμενης, ο δήμαρχος σημείωσε ότι το σήμα για την εκκένωση δόθηκε στις 2 το μεσημέρι, και ότι δεν είχε γνώση για την ύπαρξη της γυναίκας στο κτίριο. «Το σήμα δόθηκε στις 2 το μεσημέρι. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εκκένωσης όλα τα σπίτια ήταν κλειστά στο Άνω Πάτημα. Δε γνώριζα για τη γυναίκα ότι αγνοείτο, ότι έλειπε από την επιχείρηση. Ο Δήμος δεν κάνει πυρόσβεση. Οι δυνάμεις της Πολιτικής Προστασίας του Δήμου με όλα τα οχήματα, με εθελοντές, εργαζόμενους, αιρετούς βοηθούσαν την πυροσβεστική να κάνει κατάσβεση. Δεν έχουμε άλλες πληροφορίες».

 

Η υποστελέχωση των υπηρεσιών Πολιτικής Προστασίας

Η φωτιά που κατέκαψε περιοχές της Βορειοανατολικής Αττικής φέρνει στο προσκήνιο την αναγκαιότητα για καλύτερη οργάνωση και επαρκέστερη στελέχωση των υπηρεσιών Πολιτικής Προστασίας. Ο δήμαρχος Χαλανδρίου επεσήμανε την ανάγκη για ένα ισχυρό και καλά οργανωμένο σύστημα, υποστηρίζοντας ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης δεν μπορεί να γίνεται μόνο με την εθελοντική προσφορά.

«Η γνώμη μου είναι ότι η Πολιτική Προστασία είναι κρατική αρμοδιότητα, να μη στελεχώνεται περιστασιακά από εθελοντές και συμβασιούχους εργαζομένους 5μηνίτες… Πρέπει να υπάρχουν μέσα και οργανωμένος μηχανισμός. Υπάρχει υπουργείο Πολιτικής προστασίας αλλά δεν υπάρχει μηχανισμός από πίσω.»