Ακολουθεί σύντομο story time:

Μεσημέρι Σαββάτου, σε ένα κεντρικό καφέ της πόλης μου, πετάγομαι για ένα σύντομο energy boost σε ένα σχεδόν μονόωρο διάλειμμα από τη δουλειά μου. Στη μεγάλη ροτόντα παραδίπλα δύο ζευγάρια γονέων με παιδάκια νηπιακής ηλικίας. Ωραία μέχρι εδώ; Ωραία. Ώρα αιχμής που λες, με τα παιδιά που δουλεύουν σέρβις να πηγαίνουν πάνω κάτω με δίσκους τίγκα στα καπουτσίνο και τους φυσικούς χυμούς, να βιάζονται για να μας εξυπηρετήσουν, μην τυχόν και  ξινίσει η μούρη κανενός μας που έκατσε το αφρόγαλο ή ξεθύμανε η βιταμίνη C, ξέρουμε όλοι πώς πάει το πράγμα.

Μέσα στο χαμό λοιπόν, τα παιδάκια being παιδάκια να τρέχουν γύρω από τα τραπέζια, να έχουν απλώσει μια αράδα από αμαξάκια-τρακτεράκια-κοκοψόψια από εδώ κι από εκεί, λες και βρίσκονται στο δωμάτιό τους, και να τσιρίζουν-κλαίνε-ξελαρυγγιάζονται επειδή δεν υπάρχει λόγος – όλοι ξέρουμε πως τα temper tantrums σε αυτήν την ηλικία μπορεί να προκύψουν απλώς επειδή το μικράκι ήθελε κίτρινο καλαμάκι και του έφεραν κόκκινο ξέρω ‘γω. Οι σερβιτόροι, για να συνεχίσω, να κάνουν παρκούρ ανάμεσα στα προαναφερθέντα παιδάκια και την προίκα τους, και να φαίνεται ξεκάθαρα στο βλέμμα τους τι σκέφτονται, έλα όμως που δεν μπορούσαν να μιλήσουν οπότε  συνέχισαν  το παρκούρ και τις προσευχές να μη γίνει το κακό.

Έγινε το κακό; Προφανώς κι έγινε. Τραυματίστηκε κανένα παιδάκι; Ευτυχώς δεν τραυματίστηκε. Έσπασαν τα νεύρα όλων μας από τη φασαρία που τόση ώρα προκαλούσαν τα περί ου ο λόγος παιδάκια; Έσπασαν. Συνέχισαν οι γονείς των παιδακίων να καπνίζουν αμέριμνοι το τσιγαράκι τους; Σιγά μη δε συνέχιζαν. Πήγε κάποιος να τους πει να κρατήσουν τα παιδιά στο τραπέζι για να μη γίνει καμιά πιο σοβαρή ζημιά; Ναι, πήγε ο ιδιοκτήτης του καφέ. Του είπαν την επική ατάκα «ας μην το κάνουμε θέμα, παιδιά είναι»;  Φυσικά, του την είπαν. Κι εδώ έρχεται η τροφή για σκέψη.

Έφταιγαν τα παιδάκια για όλο αυτό; Προφανέστατα όχι, επειδή τα παιδιά όπως είπαμε είναι παιδιά, ιδίως σε τόσο μικρή ηλικία. Έφταιγαν οι γονείς που ήθελαν να πιουν το καφεδάκι τους ξέγνοιαστοι σε έναν χώρο που μετά από καιρό δε μοιάζει με παιδότοπο; Μπορεί ούτε αυτοί να έφταιγαν, καθώς δεν είναι εύκολο να μεγαλώνεις τη μικρογραφία σου και να προσπαθείς ταυτοχρόνως να διατηρείς σώας τας φρένας  ακούγοντας το παρατσούκλι σου 24/7.  Έφταιγαν οι σερβιτόροι που δε φτάνει που είναι αρκετά δύσκολη η δουλειά τους, κάποιοι από εμάς τους την κάνουμε ακόμα δυσκολότερη;  Μπα, οι σερβιτόροι σίγουρα είναι οι τελευταίοι που φταίνε.  Μήπως ήταν Τοξοτάκια τα μικρά, άρα κι αεικίνητα από τη φύση τους, άρα έφταιγε ο αστρολογικός τους χάρτης;  Ίσως. Λογικά φταίγαμε όλοι οι υπόλοιποι που δεν πάμε να πιούμε τον καφέ μας για αντίποινα σε παιδοτόπους, να λέμε στα παιδάκια να κάνουν ησυχία επειδή έχουμε πονοκεφάλους τελευταία. Ε, κάποιος τέλος πάντων πρέπει να φταίει, έτσι δεν είναι;

Να σου πω τι (νομίζω ότι) φταίει; Φταίει που γονείς, εκπαιδευτικοί και κοινωνικό σύνολο μεγαλώνουμε παιδιά που πιστεύουν πως τους ανήκει ο κόσμος, πλάσματα που αναπόφευκτα εξελίσσονται σε ενήλικες που εξακολουθούν να πιστεύουν πως τα πάντα είναι τσιφλίκι τους και κάνουν ολονών τη ζωή δύσκολη εκτός από τη δική τους. Δεν ανήκει ο κόσμος στα παιδιά, το μέλλον τους ανήκει κι αυτό πρέπει να τους εμφυσήσουμε είτε ως οικογένεια, είτε ως εκπαιδευτικοί μέσω των λειτουργικών ορίων ώστε να μην εξελιχθούν σε κακομαθημένοι ενήλικες  και να γίνει τόσο το κοινωνικό σύνολο όσο κι ο κόσμος ολόκληρος ένα μέρος στο οποίο θα επιβιώνουμε  και θα συμβιώνουμε πιο ευχάριστα, με νεύρα ένα κομματάκι πιο ελαστικά.

Επειδή, φαντάζομαι, κι εγώ, κι εσύ κι όλοι μας έχουμε κουραστεί λίγο να συμβιώνουμε με ανθρώπους που πραγματικά θεωρούν πως τους ανήκει ο κόσμος. Ξέρεις για ποιους μιλάω. Για εκείνους που διπλοπαρκάρουν ή παρκάρουν σε ράμπες και διαβάσεις, μην τυχόν και πάρουν τον πισινό τους και περπατήσουν 100 μέτρα παραπάνω, επειδή «έλα μωρέ πέντε λεπτά θα κάνω». Για εκείνους που επειδή γεννήθηκαν στρέιτ και λευκοί νομίζουν πως έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν τι είναι «φυσιολογικό» και τι όχι και να εκφράζουν ως θέσφατο τις απόψεις τους περί του ποιος έχει το δικαίωμα να παντρεύεται, να αναπαράγεται ή να υπάρχει και ποιος όχι. Για τους ανθρώπους χωρίς μήτρα που νομίζουν πως μπορούν να έχουν άποψη για αμβλώσεις, άδειες μητρότητας, πόνους περιόδου και λοιπά θέματα που κυριολεκτικά δε γίνεται να έχουν άποψη, ιδίως αν δεν έχουν κάνει έστω σχετικές σπουδές (που σπάνια έχουν κάνει). Για όλους εκείνους που επειδή έτυχε να μπορούν να πληρώνουν ιδιωτική υγεία και εκπαίδευση  δεν τους καίγεται καρφί για τις αντίστοιχες δημόσιες δομές και για όλους εκείνους που τις έχουν ανάγκη επειδή απλώς δεν είναι στη θέση τους ή δε φαντάζονται πως μπορεί κάποια στιγμή να βρεθούν.

Μιλάω για τα άτομα αυτά που δεν αντιτίθενται στους πολέμους που γίνονται στην άλλη πλευρά του πλανήτη επειδή «είναι μακριά, άρα τι με νοιάζει», επειδή τα θύματά τους είναι σκουρόχρωμα, αλλόθρησκα, διαφορετικά ή «πήγαιναν γυρεύοντας», επειδή δε διατίθενται να κατανοήσουν  πως κανένα ανθώπινο πλάσμα δεν πάει γυρεύοντας να χάσει όσα αγαπάει  γιατί ξύπνησε στραβά μια μέρα.

Και τέλος, μιλάω για όλους εκείνους που θα σου κλέψουν  τη σειρά ή τα δικαιώματα με την πρώτη ευκαιρία, που δεν εκτιμούν  την έννοια της αξιοκρατίας επειδή έχουν μπάρμπα στο εκάστοτε κυβερνόν κόμμα, που η αδικία τους νοιάζει μόνο όταν τους αφορά,  που νομίζουν πως μπορούν να μπαζώνουν τόπους εγκλήματος επειδή (ξέρουν να) κρατάνε τη δικαιοσύνη από το λαιμό, εκείνους που βρίσκουν πιο επικίνδυνους τους διαδηλωτές από αυτούς που τους φτάνουν στο σημείο να χρειαστεί να διαδηλώσουν  κι όσους έχουν το θράσος να καταχρώνται την οποιαδήποτε εξουσία τους δοθεί βγάζοντας το κομπλεξιλίκι τους πάνω στους αδύναμους,  προσκυνώντας παράλληλα με δουλικότητα όποιον θα τους βοηθήσει να συνεχίσουν να μπορούν να το κάνουν.

Ήταν κάποτε όλοι αυτοί παιδάκια που έτρεχαν σε καφετέριες; Μπορεί κι όχι. Υπήρξαν όμως σίγουρα παιδάκια που κάποιος, κάπου, κάποτε, τους δίδαξε πως τους ανήκει ο κόσμος. Κι εμείς έχουμε κουραστεί να συμβιώνουμε  μαζί τους. Ας φροντίσουμε να είναι οι τελευταίοι λοιπόν κι ας γίνει ο σκοπός μας τα δικά μας παιδιά να έχουν  καλύτερους συνανθρώπους, ανθρώπους που ξέρουν πως αυτό που τους ανήκει  είναι μονάχα το μέλλον.

Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη