Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Γιάννη Λαμπίρη που διαβάζουμε στα Νέα, κύριος λόγος για την αδιαφορία προς τη διοργάνωσή τους είναι η υπερβολική οικονομική επιβάρυνση που συνεπάγεται. Σίγουρα υπάρχει πρόταση για επιστροφή των Ολυμπιακών Αγώνων μόνιμα στην Αθήνα, μ’ ενεργές συζητήσεις να λαμβάνουν χώρα και να υπάρχει έντονο παρασκήνιο.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει τη φαντασμαγορική τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004; Η αλήθεια είναι πως κι εγώ δε θυμάμαι πολλά από εκείνη την εποχή αλλά αυτό που θα μού μείνει βαθιά χαραγμένο στη μνήμη μου είναι η ανυπομονησία που είχαμε όλοι για την επιστροφή των Αγώνων σπίτι τους. Ήταν ένας διακαής πόθος, κι ένα παράπονο αν θέλεις, έπειτα απ’ τη χαμένη προσπάθεια για φιλοξενία των Αγώνων το 1996.
Η 5η Σεπτεμβρίου του 1997, ήταν η μέρα που σημάδεψε την έναρξη μιας νέας εποχής. Στην 106η συνεδρίαση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής στη Λωζάνη, μετά την απέλπιδη προσπάθεια για τη φιλοξενία των Ολυμπιακών Αγώνων το 1996, η Αθήνα καταφέρνει να ξεπεράσει τη Ρώμη στην τελική ψηφοφορία και να υλοποιήσει το όνειρό της. Η Ελλάδα επαναφέρει τους Ολυμπιακούς Αγώνες στον τόπο που γεννήθηκαν. Η ανακοίνωση, που προέκυψε απ’ τον Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ, προκάλεσε πανδαιμόνιο στην ελληνική αντιπροσωπεία, με πρόεδρο τη Γιάννα Αγγελοπούλου. Το βίντεο με τη στιγμή της ανακοίνωσης έκανε τον γύρο του κόσμου, σηματοδοτώντας την έναρξη μιας σημαντικής πορείας.
Στις 25 Μαρτίου του 2004, υπό το σύνθημα «η φλόγα μας ενώνει τον κόσμο», πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα η τελετή αφής της Ολυμπιακής φλόγας. Λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι, η πρωθιέρεια Θάλεια Προκοπίου ανάφλεξε τη φλόγα στο Ναό της Ήρας και την παρέδωσε στον πρώτο λαμπαδηδρόμο, τον πρωταθλητή του ακοντισμού, Κώστα Γκατσιούδη. Εκεί ξεκίνησε ένα ταξίδι στις πέντε ηπείρους, προτού επιστρέψει στην Ελλάδα, καταλήγοντας στο Ολυμπιακό Στάδιο στις 13 Αυγούστου.
Σενάρια για μόνιμη επιστροφή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα
Η απόφαση της Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή ν’ αναλάβει μια τέτοια πρωτοβουλία δεν αποτελεί απλή υπόθεση, καθώς είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει έντονες αντιδράσεις σε πολλές χώρες κι εθνικές ολυμπιακές επιτροπές. Παράλληλα, υπάρχουν σημαντικά θέματα που απασχολούν την ισχυρότερη αθλητική ομοσπονδία του κόσμου:
- Η ζήτηση για τους Ολυμπιακούς Αγώνες έχει εμφανώς μειωθεί και δεν υπάρχει πλέον η έντονη ανταγωνιστικότητα που παρουσιάζονταν στο παρελθόν. Ακόμα και κατά την περίοδο του 2004, πέραν της έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ Αθήνας και Ρώμης, άλλες πόλεις όπως το Μπουένος Άιρες, η Στοκχόλμη και το Κέιπ Τάουν (Νότια Αφρική) είχαν δηλώσει υποψηφιότητα, χωρίς ωστόσο να επιτυγχάνουν το ίδιο επίπεδο ενδιαφέροντος. Οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την υποβολή συμπληρωματικών φακέλων υποψηφιότητας απ’ αυτές τις πόλεις αναδείχθηκαν ως υψηλό κόστος.
- Εντούτοις, παρατηρείται μια αλλαγή στην προσέγγιση, καθώς η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή προχωρά σε πακέτο για τους Αγώνες του 2024 και 2028, αναθέτοντάς τους σε Παρίσι και Λος Άντζελες, καθώς αυτές ήταν οι μόνες πόλεις που εξέφρασαν ενδιαφέρον. Συγχρόνως, για πρώτη φορά στην ιστορία, πραγματοποιήθηκε διπλή ανάθεση για τα έτη 2024 και 2028. Επιπλέον, η διοργάνωση του 2032 ανατέθηκε άμεσα στο Μπρισμπέιν της Αυστραλίας.
Η τότε γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, εξέφρασε τη θέση της υπέρ της διαρκούς διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα, απαντώντας σε σχετική ερώτηση: «Νομίζω είναι μια σπουδαία ιδέα για άμεση χρήση. Ξέρετε, στον βαθμό που πρόκειται να δημιουργήσει ζήτηση, που είναι αυτό που απολύτως χρειάζεται αυτή η οικονομία, θα ήταν πολύ σπουδαίο. Το πώς θα συνδυαστεί κάτι τέτοιο με την πολυμερή και πολυεθνική ελκυστικότητα που έχουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο είναι κάτι που πρέπει να μελετηθεί».
Από την πλευρά της η Κίτι Μπουν, αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Ασπεν είχε δηλώσει: «Ο τρόπος με τον οποίο η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή λαμβάνει τις αποφάσεις είναι πράγματι περίπλοκος. Θα μπορούσαμε να εγκαταστήσουμε μόνιμα τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο σπίτι τους στην Αθήνα, ενδυναμώνοντας την οικονομία της και τον τουρισμό και προσφέροντας μια τοποθεσία περιβαλλοντικά ασφαλή – δε χρειάζεται να χτίζουμε στάδια που θα γεμίζουν σκόνη και χόρτα –, βοηθώντας έτσι την Ελλάδα και τον κόσμο. Βρείτε μια τοποθεσία στην Ευρώπη όπου είναι νομότυπο το σπίτι των Ολυμπιακών Αγώνων».
Επιστρέφοντας στο σήμερα, πράγματι έχει τεθεί επί τάπητος η ιδέα της Αθήνας να φιλοξενήσει ξανά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, χρησιμοποιώντας τις εγκαταστάσεις που κατασκευάστηκαν για το 2004. Κάθε φορά, μια συνδιοργανώτρια πόλη θ’ αναλαμβάνει τα λειτουργικά έξοδα ενώ θα κερδίζει σημαντική δημοσιότητα και προβολή. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε εκφράσει τη θέση του από πολύ πιο πριν και πιο συγκεκριμένα απ’ το 1976, μέσω επιστολής προς τον τότε πρόεδρο της Διεεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, λόρδο Κιλάνιν. Στη συγκεκριμένη επιστολή, εξέφραζε τις απόψεις του με τα εξής λόγια: «Πιστεύω ότι καμιά άλλη χώρα δε θα μπορούσε να διεκδικήσει τη μόνιμη διεξαγωγή των Αγώνων στην περιοχή της, εκτός από τη χώρα που γέννησε την Ολυμπιακή Ιδέα και είχε την ικανότητα να διατηρήσει το βαρύ προνόμιο τελέσεώς τους επί χίλια ολόκληρα χρόνια. Η Ελλάς, κύριε Πρόεδρε, προσφέρεται να διευκολύνει τη λύση των προβλημάτων αυτών, διαθέτοντας τον κατάλληλο χώρο, και μάλιστα στην Αρχαία Ολυμπία, για τη μόνιμη τέλεση των Αγώνων. Ο χώρος αυτός μπορεί να προσλάβει τον χαρακτήρα ουδέτερου εδάφους με μια διεθνή συμφωνία που θα κατοχυρώνει τα δικαιώματα στις εγκαταστάσεις, θα καθιερώνει το απαραβίαστο της περιοχής και θα αναγνωρίζει τον αποφασιστικό ρόλο της Ολυμπιακής Επιτροπής στην αθλητική αρμοδιότητά της».
Για αυτούς τους λόγους, οι προτάσεις για την καθιέρωση της Ελλάδας ως μόνιμου τόπου διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων αυξάνονται, επιδιώκοντας τη μείωση του κόστους -παράλληλα με τα μεγάλα οικονομικά οφέλη από χορηγούς, συμφωνίες και τηλεοπτικά δικαιώματα- που θα βαρύνει είτε τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή είτε άλλες χώρες που θα αναλάβουν τη διοργάνωση. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, δε θα χρειαστεί να δαπανηθούν πολλά εκατομμύρια για την κατασκευή ακριβών εγκαταστάσεων, καθώς αυτές θα είναι ήδη έτοιμες. Παρά ταύτα, παρότι το εν λόγω σενάριο μπορεί να συζητηθεί εντονότερα στο μέλλον, δεν αποτελεί σίγουρη επιλογή στα άμεσα σχέδια της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής.