Η 25η Μαρτίου φέτος στη Λαμία, υπήρξε μια αφορμή για έντονη αντιπαράθεση, ενώ μια μεγάλη συζήτηση έχει ανοίξει σχετικά με την έννοια της μισαναπηρίας. Όλα ξεκίνησαν όταν ένας μαθητής με αναπηρία, ο Κωνσταντίνος, αποφάσισε να σηκωθεί από το αναπηρικό του αμαξίδιο και να συμμετάσχει στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου. Αυτή η πράξη, πέρα από το συναισθηματικό βάρος που είχε για τον ίδιο και την οικογένειά του, έφερε στο προσκήνιο έναν σφοδρό δημόσιο διάλογο για το πώς η κοινωνία αντιμετωπίζει τα άτομα με αναπηρία και τον ρόλο των δημόσιων προσώπων στην καλλιέργεια της αντίληψης αυτής.

Η ιστορία ξεκίνησε με την ενέργεια του μαθητή, η οποία σύντομα έγινε viral παντού και σχολιάστηκε ως μια πράξη που του έδωσε, όχι μόνο τη δυνατότητα να συμμετέχει ενεργά στο εορταστικό γεγονός, αλλά και την ευκαιρία να νιώσει ομάδα με τους συμμαθητές του. Η μητέρα του μαθητή, εμφανώς συγκινημένη και περήφανη για το παιδί της, εξήγησε ότι ήταν η πρώτη φορά που ο Κωνσταντίνος συμμετείχε στην παρέλαση, ενώ για εκείνον ήταν μια ιδιαίτερη στιγμή υπερηφάνειας, καθώς «ένιωσε δυνατός και ίσος με τα άλλα παιδιά».

 

Οργισμένη με τη δήλωση της Ακρίτα για «μισαναπηρισμό» η μητέρα του μαθητή που παρέλασε στη Λαμία: Του κόβει τα φτερά, νιώθει ντροπή

 

Ωστόσο, η Έλενα Ακρίτα φάνηκε να αντιμετωπίζει το ζήτημα από μια τελείως διαφορετική οπτική, και η οποία ανέφερε ότι «όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, αλλά μερικοί είναι πιο ίσοι από τους άλλους» σε ανάρτησή της. Η βουλευτής επικεντρώθηκε στον τρόπο που η είδηση δημοσιοποιήθηκε ουσιαστικά, αλλά και στην εντύπωση ότι για να τιμήσεις τη χώρα σου πρέπει να είσαι όρθιος που ωθεί σε κοινωνικές πιέσεις κι αποκλεισμό, κάνοντας λόγο για «μισαναπηρισμό» και τονίζοντας την ανισότητα μεταξύ των ατόμων με αναπηρία και των «αρτιμελών» ανθρώπων σε μια κοινωνία που, όπως είπε, έχει «άγραφους νόμους» που την οδηγούν σε ρατσισμό και κακοποίηση.

Η τοποθέτηση αυτή προκάλεσε την αντίδραση των ανθρώπων που βρίσκονται κοντά στον μαθητή, όπως της καθηγήτριας και υπεύθυνης της παρέλασης στη Λαμία, η οποία εξήγησε ότι η απόφαση του μαθητή να συμμετάσχει στην παρέλαση και να περπατήσει δεν ήταν αποτέλεσμα πίεσης, αλλά δικής του επιθυμίας. Η εκπαιδευτικός, ενώ υπερασπίστηκε το δικαίωμα του μαθητή να εκφράσει ελεύθερα τη θέλησή του, εξέφρασε την απορία της για την κριτική της Ακρίτα, επισημαίνοντας ότι οι ανάγκες και οι επιθυμίες του παιδιού δεν μπορούν να κρίνονται εξ αποστάσεως, χωρίς να γνωρίζουμε το ίδιο το παιδί και την καθημερινότητά του.

 

 

Οργισμένη με τη δήλωση της Ακρίτα για «μισαναπηρισμό» η μητέρα του μαθητή που παρέλασε στη Λαμία: Του κόβει τα φτερά, νιώθει ντροπή

 

Η μητέρα του μαθητή, από την άλλη, οργισμένη με τη δήλωση της Ακρίτα, υπογράμμισε ότι η βουλευτής του «κόβει τα φτερά» του παιδιού της και το κάνει να νιώθει ντροπή για την πράξη του. Επιπλέον, τόνισε ότι μια τέτοια δήλωση δε θα έπρεπε να αποτελεί αντικείμενο δημόσιας κριτικής, ιδιαίτερα όταν ο ίδιος ο μαθητής αισθάνθηκε υπερηφάνεια και δύναμη.

Η κοινωνική διάσταση του «μισαναπηρισμού»

Σύνθετο ζήτημα, χωρίς καμία αμφιβολία. Από τη μία, έχουμε την ανάγκη για ισότιμη μεταχείριση και τη διεκδίκηση του δικαιώματος των ατόμων με αναπηρία να συμμετέχουν πλήρως σε κοινωνικές δραστηριότητες, όπως είναι η παρέλαση της 25ης Μαρτίου, κάτι που ενισχύει τη συναισθηματική τους ευημερία και την αίσθηση ότι είναι μέλη μιας κοινότητας. Από την άλλη, η χρήση του όρου «μισαναπηρισμός» από την Ακρίτα προκαλεί τη συζήτηση για την προσέγγιση της κοινωνίας προς τα άτομα με αναπηρία, σε ένα μάλλον ατυχές παράδειγμα που την κάνει να χάνει την ουσία του εν γένει επιχειρήματός της. Διότι, ας μη γελιόμαστε, εδώ και χρόνια τίθεται το ερώτημα για το πώς κι αν η κοινωνία κατανοεί και αποδέχεται τη συμμετοχή των ατόμων με αναπηρία σε κοινωνικές εκδηλώσεις, ή το κατά πόσο υπάρχει ευαισθητοποίηση γύρω από τις ανάγκες τους στην πράξη κι όχι στα λόγια.

Η διαχείριση των θεμάτων αυτών απαιτεί προσεκτική και ευαίσθητη προσέγγιση, ωστόσο, με την εξίσου προσεκτική διαλογή των παραδειγμάτων που επιλέγουμε, όλοι μας. Κι αυτό γιατί δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να ερμηνεύουμε τους ανθρώπους, με ή χωρίς αναπηρία. Το ζήτημα είναι και παραμένει ένα και πολύ σημαντικό: χωρίς να παραγνωρίζονται οι ανάγκες και οι επιθυμίες των ατόμων με αναπηρία, ταυτόχρονα να αναγνωρίζεται η σημασία της υποστήριξης και της ενίσχυσης της αυτοεκτίμησής τους μέσα από δράσεις και γεγονότα που τους επιτρέπουν να συμμετέχουν ισότιμα με τους υπόλοιπους. Ισότιμα, δε σημαίνει το ίδιο. Δε σημαίνει όμως και διαφορετικά. Σημαίνει αυτό που σημαίνει, και κατά βάθος όλοι μας διακρίνουμε τη διαφορά.