Η συναυλία ήταν να γίνει στις 10 Ιουλίου, αλλά ακυρώθηκε τελευταία στιγμή λόγω τεχνικών προβλημάτων. Επαναπρογραμματίστηκε λοιπόν για τις 17 Σεπτέμβρη, μέρα δύσκολη θα έλεγε κανείς εκ των υστέρων, δεδομένου ότι συνέπιπτε με αγώνα ΠΑΟΚ-Άρη (αν έχεις ζήσει έστω και λίγο στη Θεσσαλονίκη, ξέρεις τι σημαίνει αυτό) και τελευταία μέρα ΔΕΘ. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, άγνωστοι κακόγουστοι φαρσέρ πήραν και τηλέφωνο για βόμβα στο Θέατρο Γης, οπότε ένας έξτρα ψιλοπανικός προκλήθηκε μέχρι να γίνουν οι απαραίτητοι έλεγχοι για την ασφάλεια των εργαζομένων και του κοινού. Τέλος καλό, όλα καλά όμως και παρά την ξενέρα που κόντεψε να ξαναπάθει ο κόσμος στην πιθανότητα δεύτερης ακύρωσης, ήταν τελικά όλοι εκεί.
Κι όταν λέω όλοι, εννοώ όλοι· και μεγάλοι και μικροί, και πολύ μεγάλοι και πολύ μικροί. Και στριμωχτήκαμε στην είσοδο, κι αντέξαμε την ψιλοκάκιστη οργάνωση, και ζεσταθήκαμε, και διαπιστώσαμε πως δε χωρούσε μέσα στο θέατρο ούτε πινέζα, και βρήκαμε με τα χίλια ζόρια μια γωνίτσα να απλώσουμε την αρίδα μας, και πάνω που βολευτήκαμε διαπιστώσαμε πως για όλη τη βραδιά θα ήμασταν αναγκασμένοι να υποφέρουμε ορδές κόσμου να μας σπρώχνουν και να πηδάνε κυριολεκτικά πάνω από τα κεφάλια μας, αλλά… πάνω που είχαμε όλα τα προαπαιτούμενα για να αρχίζουμε να σιχτιρίζουμε ομαδικά, βγαίνει στις 21:06 αυτό το υπερθέαμα που λέγεται Άννα Βίσση, και πήγε όλη η γκρίνια περίπατο έτσι, σε πέντε δευτερόλεπτα.
Ειλικρινά, δεν έχω να πώ πολλά γι’ αυτή τη γυναίκα· την έχω δει live και στα πέντε μου, και στα δεκαπέντε μου, και στα είκοσι πέντε μου, και τώρα στα τριάντα πέντε μου και νομίζω πως δικαιούμαι να μπορώ να πω ότι κάθε φορά με εκπλήσσει η ικανότητά της να γίνεται καλύτερη και κυρίως, να παραμένει μαγικά επίκαιρη. Χορεύει ασταμάτητα, πυρπολεί ρε παιδί μου το κοινό κάνοντάς το μια παρέα, είναι safe space και μητρική φιγούρα για τους outsiders όλου του ντουνιά, είναι ένα πλάσμα μαγικό και νεότερο από όλους τους νέους μαζί και κυρίως, δεν είναι έτσι επειδή έχει ένα προφίλ να εξυπηρετήσει, αλλά ήταν πάντα έτσι, ακόμα και στα άκαμπτα 80s και 90s, τότε που κάθε κίνησή της γινόταν κακόγουστος τίτλος στα εβδομαδιαία κουτσομπολίστικα περιοδικά της εποχής.
Τέσσερις ασταμάτητες ώρες· τόσο τραγούδησε και χόρεψε. Και η χημεία της με τον ιδιαίτερο άνθρωπο της ζωής της, τον Νίκο Καρβέλα, ήταν αστεία, οικεία και διαχρονικά εκρηκτική. Και είναι εμπειρία ζωής να τους βλέπεις να συνυπάρχουν στη σκηνή, ακόμα κι αν γίνεται το απροβάριστο μπάχαλο που έγινε χθες. Αν τους έχεις παρακολουθήσει από παλιά, ξέρεις πως αυτοί οι δύο άνθρωποι είναι αλλεργικοί στα φίλτρα. Και το εκτιμάς, ειδικά αν έχεις σιχαθεί κάπως το βαρετά αποστειρωμένο comme il faut της εποχής μας.
Και χορέψαμε με τα τραγούδια της άνθρωποι από δύο μέχρι ογδόντα δύο χρονών, και συγκινηθήκαμε και γελάσαμε, και ήμασταν όλοι πολύ διαφορετικοί κι ίσως οι περισσότεροι σε κάποια φάση να αναρωτηθήκαμε πώς είναι δυνατόν τραγούδια της που γράφτηκαν στα μέσα του 80 να τα ξέρουν παιδιά δεκαπέντε χρονών και να τα τραγουδάνε λες και κυκλοφόρησαν τώρα, πώς τέλος πάντων καταφέρνει αυτή η μαγεία που όλοι αποκαλούν «Άννα» σκέτο, να τα κάνει όλα να μοιάζουν αγέραστα όπως η ψυχή της.
Άννα, εκ μέρους όλων μας, πώς είναι να νιώθεις ότι τα έχεις καταφέρει τόσο καλά;
«Στα επόμενα πενήντα». Όπως ακριβώς είπες.