Υπάρχουν άνθρωποι που ξυπνούν πριν καν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Που χαμογελούν στον ήλιο και απαντούν στα “Καλημέρα” με ενθουσιασμό. Κι έπειτα, υπάρχουν οι άλλοι. Οι Morgenmuffel.

Από το γερμανικό Morgen (πρωί) και Muffel (μουτρωμένος, γκρινιάρης), ο όρος περιγράφει αυτόν που, τις πρώτες ώρες της ημέρας, είναι… σκιά του εαυτού του. Και όχι απαραίτητα επειδή δεν κοιμήθηκε αρκετά, αλλά επειδή, απλώς, το πρωί είναι μια υπαρξιακή πρόκληση.

Ως παιδί, δυσκολευόμουν να μείνω ξύπνια τη νύχτα, αλλά ακόμα πιο πολύ δυσκολευόμουν να ξυπνήσω το πρωί. Έδινα αγώνα να μην παραδοθώ στον ύπνο – μια πεισματική απόφαση να μην χάσω στιγμή από τη ζωή. Και την ίδια στιγμή, το πρωί καθυστερούσα την επιστροφή σ’ αυτήν τη ζωή όσο μπορούσα. Ο ύπνος ήταν σκοτεινός και αγκαθωτός το βράδυ, αλλά το πρωί μεταμορφωνόταν σε ασφαλές καταφύγιο.

Η μαμά μου μού έλεγε: «Το βράδυ κάνεις σαν ζουρλή, το πρωί σαν μουλάρι». Δεν είχε κι άδικο. Ήμουν – χωρίς να το ξέρω – ένα κλασικό παράδειγμα Morgenmuffel.

Αν το σκεφτείς, όμως, δεν είμαι η μόνη. Μόλις πριν δυο βδομάδες μιλούσαμε για το κινεζικό φαινόμενο του revenge bedtime procrastination – εκείνη τη μικρή επανάσταση του να μην κοιμάσαι επειδή θες να νιώσεις ότι επιλέγεις τον χρόνο σου. Και τώρα, φτάνουμε στο αντίθετο άκρο: στο πώς δυσκολευόμαστε να αποχωριστούμε την ασφάλεια του ύπνου κάθε πρωί. Τελικά, ο κύκλος του ύπνου δεν είναι μόνο βιολογικός· είναι και βαθιά συναισθηματικός.

Ο Morgenmuffel είναι ένα πλάσμα που χρειάζεται χώρο και κατανόηση. Όχι καφέ αμέσως, όχι συζητήσεις για το πρόγραμμα της ημέρας, όχι φώτα φθορίου ή ραδιόφωνα σε ένταση. Οι πρώτες στιγμές της μέρας είναι ιερές και οριακά τρομακτικές. Γιατί δεν είναι μόνο το σώμα που ξυπνά, είναι και η συνείδηση που καλείται να αναλάβει ευθύνη.

Το πρωί δεν ξεκινά από την αρχή. Ξεκινά παρά τη νύχτα. Δεν είμαστε κενοί πίνακες· κουβαλάμε υπολείμματα από όνειρα, βάρη από χθες, και την προσδοκία ότι κάτι πρέπει να γίνει. Το πρώτο βήμα δεν είναι μόνο σωματικό – είναι υπαρξιακό: να επιλέξουμε να μπούμε ξανά στη ροή της ζωής.

Το βράδυ μάς βρίσκει ήδη μέσα σε μια πορεία, καλή ή κακή. Έχουμε προσαρμοστεί, έχουμε συνηθίσει. Το πρωί όμως, είναι η μεγάλη απόφαση: θα ζήσω ή θα το αποφύγω λίγο ακόμα; Θα πατήσω snooze ή όχι μόνο στο ξυπνητήρι, αλλά και στις ανάγκες μου, στους στόχους μου, στα θέλω μου;

Οι Γερμανοί, που αγαπούν τη δομή και τη συνέπεια, διάλεξαν να ονοματίσουν αυτό το πρωινό μουτρωμένο τέρας. Ίσως γιατί ήξεραν ότι μόνο αν το αναγνωρίσεις, μπορείς να το αντιμετωπίσεις. Ίσως πάλι γιατί το χιούμορ είναι μια μορφή αποδοχής.

Η αλήθεια είναι ότι ο κάθε Morgenmuffel δεν είναι απλώς «γκρινιάρης». Είναι ευαίσθητος. Είναι αυτός που δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει το φως χωρίς προετοιμασία. Είναι αυτός που χρειάζεται ηρεμία, κατανόηση και λίγο περισσότερο χρόνο για να γίνει ξανά άνθρωπος.

Άρα, την επόμενη φορά που θα δεις κάποιον να μουρμουράει σ’ ένα λεωφορείο, να κάθεται σιωπηλός στην κουζίνα ή να σε κοιτά με μισόκλειστα μάτια το πρωί, δείξε έλεος. Ίσως να είσαι κι εσύ Morgenmuffel και να μη το ξέρεις.

Άλλωστε, κάθε ημέρα ξεκινάει με ένα μικρό θάνατο του ύπνου και μια αναγέννηση. Κι αυτό, θέλει θάρρος.