Ελλάδα 2023. Ενδοσχολική βία σε δημοτικό ( ! ) σχολείο και με μια μορφή που μας τρομάζει ιδιαίτερα: τρίλιζα στα οπίσθια 7χρονου μαθητή. Το ότι αυτά τα φαινόμενα πλέον έχουν γιγαντωθεί σε συχνότητα, έκταση αλλά και φαντασία εκ μέρους των θυτών είναι δεδομένο και δυστυχώς δε μας σοκάρει. Το ότι μπορεί οποιοδήποτε παιδί να υποστεί bullying (ναι, bullying με τον επίσημο ορισμό της έννοιας ως επαναλαμβανόμενα κακοποιητική συμπεριφορά κι όχι ως μια απλή παιδική ή εφηβική διένεξη) για οποιονδήποτε λόγο, επίσης, δε μας ξαφνιάζει. Αυτή είναι η ανθρώπινη φύση, η οποία παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις, παραμένει τυφλά αφοσιωμένη στη νοοτροπία της αγέλης. Στοχοποιώ το διαφορετικό από εμένα και το κάνω να υποφέρει. Γιατί; Γιατί ευτυχώς ( ! ) ανήκω στην ομάδα, έχω μόνο ομοιότητες με το περιβάλλον μου και κάποιες τυχόν διαφορές τις έχω κρύψει πολύ καλά.
Ωστόσο, οι τελευταίες εξελίξεις σχετικά με το συγκεκριμένο επεισόδιο κακοποίησης φέρνει και μια άλλη πτυχή στην επιφάνεια, η οποία εκθέτει, όχι μόνο το ελληνικό σχολείο, αλλά την ελληνική κοινωνία εν γένει. Μετά από την ανάρτηση της μητέρας στην ιστοσελίδα του Facebook, στην οποία αναφέρει το περιστατικό ως το επιστέγασμα μιας περίεργης συμπεριφοράς του παιδιού που παρατηρούνταν τις τελευταίες δεκαπέντε μέρες, οι γονείς του μαθητή εμφανίστηκαν στο σχολείο την Τετάρτη για να συναντήσουν τη διευθύντρια. Οι ίδιοι χαρακτήρισαν τη συμπεριφορά της απαξιωτική, αλλά επειδή ένας χαρακτηρισμός ενέχει πρωτίστως υποκειμενικότητα, ας δοθεί έμφαση στα λόγια τα οποία ειπώθηκαν και τα οποία δίνουν ίσως μια πιο αντικειμενική εικόνα: «Σε μας η διευθύντρια είπε ότι, για το καλό του παιδιού είναι προτιμότερο να λήξει αυτή η ιστορία και να μη δώσουμε συνέχεια. Μπορείτε να καταλάβετε πώς αισθανθήκαμε και πώς αισθάνθηκε ο γιος μας, ο οποίος υπέδειξε τον άλλο μαθητή αλλά μας είπε ότι φοβάται γιατί δε θα του κάνουν τίποτα. Η διευθύντρια μάς είπε ακόμη, ότι αν διώξουν τον μαθητή που έκανε bullying στο παιδί μας μπορεί να βρεθεί κάποιος άλλος που να κάνει τα ίδια πράγματα στον γιο μας. “Τι θα κάνουμε τότε, θα τον διώξουμε κι αυτόν;” ήταν τα χαρακτηριστικά της λόγια. Όπως καταλαβαίνετε ήρθαμε σε αδιέξοδο» πρόσθεσε ο πατέρας του 7χρονου. Να σημειωθεί, επίσης, πως το παιδί κλήθηκε προηγουμένως να υποδείξει τον υπαίτιο απουσία των γονέων του.
Ως εκ τούτου η τοπική Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης διέταξε τη διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης (ΕΔΕ), ενώ σύμφωνα με την ΕΡΤ εκτός από τη μήνυση που κατέθεσαν οι γονείς του 7χρονου αγοριού, το μεσημέρι της Τρίτης πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στο σχολείο παρουσία του Προϊσταμένου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, της διεύθυνσης του σχολείου, σχολικού ψυχολόγου και κοινωνιολόγου.
Ωραία όλα αυτά αλλά επιβεβαιώνουν για άλλη μια φορά τη ρήση «κάλλιον το προλαμβάνειν του θεραπεύειν». Διότι αν αυτά τα λόγια έχουν ήδη ειπωθεί, δε μιλάμε για θεραπεύειν αλλά μάλλον για καλύπτειν. Και τελικά είναι άγνωστο εάν ένας γονέας σήμερα μπορεί να στείλει με κλειστά μάτια στο σχολείο το παιδί του και να εγγυηθεί ότι θα βιώσει και σήμερα την «αθωότητα» της σχολικής κοινότητας. Ακόμα κι αν ο ίδιος προσφέρει τις τελείως λάθος προσλαμβάνουσες στο ίδιο του το παιδί και το οδηγεί μοιραία στην παραβατική συμπεριφορά, δεν είναι αποδεκτό σε καμία περίπτωση να είναι αμφίβολο αν θα διατηρήσεις ως μαθητής τη σωματική σου ακεραιότητα στους τοίχους ενός σχολείου.
Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν σημεία σε ένα σχολείο που λειτουργούν όπως οι τουαλέτες μιας φυλακής. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν εκπαιδευτικοί που βλέπουν συμπεριφορές παραβατικές όχι απλά να κορυφώνονται αλλά κι εν τη γενέσει τους και να αδιαφορούν. Διότι αυτό είναι το «μάντρωμα» των παιδιών για τα οποίο συχνά κατηγορούμε τα σχολεία. Το σχολείο, έτσι, είναι απλώς ο χώρος τοποθέτησης των παιδιών για εκείνες τις ώρες που οι γονείς δεν μπορούν να είναι μαζί τους κι έτσι χάνεται ο ζωτικός ρόλος ενός θεσμού που καθόρισε από την αρχή την ιστορία της ανθρωπότητας. Είναι αδιανόητο πώς εν έτει 2023 ο μεγαλόσωμος κάνει κουμάντο και ο θεσμικά ανώτερος δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό.
Και το πιο τραγικό: Είναι αδιανόητο να σου εμπιστεύεται ο γονέας το παιδί του για ένα μεταγενέστερο στάδιο της ύπαρξής του, δηλαδή τη μόρφωση, την καλλιέργεια της συναισθηματικής, πνευματικής, κοινωνικής προσωπικότητάς του κι εμείς ως εκπαιδευτικοί να μην μπορούμε να διασφαλίσουμε ούτε το βασικό αγαθό της σωματικής ακεραιότητας. Και δεν είναι ότι δε θέλουμε, ούτε ότι φταίμε. Είναι η παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας. Είναι το γεγονός ότι εάν η εκάστοτε διευθύντρια τιμωρήσει παραδειγματικά τον θύτη, ναι, μπορεί να κατηγορηθεί για στοχοποίηση της άλλης πλευράς, μπορεί να βρει τα λάστιχα του αυτοκινήτου της σκασμένα, μπορεί να δει γραμμένες ύβρεις στην είσοδο του σπιτιού της. Πολλά μπορεί κι αυτά κάποιες φορές αποτελούν το καλό σενάριο.
Οι εκπαιδευτικοί δεν καλύπτονται από κανέναν. Δυστυχώς. Γι’ αυτό πολλές φορές καλύπτουν. Και δεν καλύπτουν μόνο τον θύτη. Καλύπτουν τα άπειρα κενά στις εφημερίες, το καθημερινό χάος που επικρατεί στα σχολεία με την έλλειψη προσωπικού, την ανάγκη διαχείρισης περιστατικών ακραία βίαιων για τα οποία οι περισσότεροι δεν έχουν την απαραίτητη επάρκεια. Ναι μεν το επάγγελμα του δασκάλου είναι λειτούργημα, αλλά κανένας δεν τον προειδοποίησε ότι θα κάνει ταυτόχρονα τον ανακριτή, τον εισαγγελέα, τον δικαστή, τον ψυχολόγο παιδιών και γονέων και πολλές φορές πλέον τον συλλέκτη σουγιάδων από σχολικές τσάντες, τον ντετέκτιβ στα διαλείμματα, τον διαιτητή για πράγματα που -άκουσον, άκουσον- θα γίνουν το απόγευμα στην πλατεία ή το βράδυ μέσω σελίδων κοινωνικής δικτύωσης. Δηλαδή, πλέον, ο δάσκαλος θεωρείται υπεύθυνος ακόμα και για περιστατικά εκτός σχολικού ωραρίου απλά και μόνο επειδή οι εμπλεκόμενοι είναι μαθητές του.
Αυτά δικαιολογούν την απαξίωση της διευθύντριας που σύμφωνα με τα λεγόμενά τους εξέλαβαν οι γονείς; Όχι. Δικαιολογούν ότι ένα παιδί, αυτή τη στιγμή, έχει βιώσει μόλις στην ηλικία των 7 χρονών όχι μόνο την απαράδεκτη παραβίαση των ορίων του αλλά και το απόλυτα ακραίο συναίσθημα του τρόμου την ώρα που οι άλλοι έπαιζαν το «αθώο τους» παιχνίδι; Δικαιολογούν, επίσης, ότι κάποια άλλα παιδιά έχουν σε τόσο μικρή ηλικία την αρρωστημένη φαντασία να πληγώσουν με τέτοιο τρόπο την περηφάνια ενός παιδιού, να το ταπεινώσουν και να το γελοιοποιήσουν και να είναι μάλιστα κοινό μυστικό σε όλους ότι θα τη γλιτώσουν; Ποια είναι η δεξαμενή που αντλούν όλες αυτές τις εμπνεύσεις τους οι θύτες; Και θα παρηγορήσεις τους γονείς του θύματος και το ίδιο το θύμα αν τους πεις ότι στην πραγματικότητα ο θύτης του έχει ανασφάλειες κι άλυτα θέματα που προσπαθεί να τα κουκουλώσει κάτω από τη βίαιη συμπεριφορά του; Και τέλος, ο δάσκαλος είναι τελικά δάσκαλος ή δεσμοφύλακας σε αναμορφωτήριο;
Όλα αυτά πρέπει να τα σκεφτούμε πριν επιρρίψουμε ευθύνες σε εκπαιδευτικούς, διευθυντές, γονείς, παιδιά ή στην «κακιά κοινωνία». Όσοι είμαστε εκπαιδευτικοί δε θα ξεχνάμε ποτέ την όψη εκείνων των γονέων που με ένα βλέμμα αγωνίας κρατιούνται από τα χείλη σου για να τους πεις κάτι θετικό, να τους επιβεβαιώσεις ότι κάτι έκαναν καλά όλα αυτά τα χρόνια. Ένα βλέμμα αγωνίας στη διατύπωση: «Δε με νοιάζουν οι βαθμοί. Το βλέπετε το παιδί μου να είναι καλά; Υγιές; Χαρούμενο; Έχει ήθος; Σας δημιουργεί πρόβλημα;» ή αυτοί που με απόγνωση έχουν παραιτηθεί: «Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Έχω χάσει την μπάλα με το παιδί. Πείτε μου τι να κάνω.» Και σε κοιτάζουν λες κι έχεις όλα τα μυστικά του κόσμου. Κι οι δύο τύποι γονέων μπορεί να αναθρέψουν έναν θύτη και ένα θύμα. Και οι δύο όμως από την πλευρά τους θέλουν να νιώσουν έστω και για τις έξι, εφτά ώρες της ημέρας ότι το έχουν εμπιστευθεί στα σωστά χέρια. Και δε θα δεχτούν ποτέ ότι το παιδί για το οποίο πόνεσαν, ξενύχτησαν, έκαναν διπλές δουλειές, ντύθηκαν κλόουν στα γενέθλιά του και Άη Βασίληδες τα Χριστούγεννα, εσύ, ο δάσκαλος αδιαφορείς για το ότι κάποιοι – απλώς επειδή μπορούν -παίζουν τρίλιζα στα οπίσθιά του.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου