Υπάρχει ένας στίχος που λέει «Δεν κοιμάμαι, ονειρεύομαι». Κι είναι πραγματικά κρίμα όταν ο στίχος αυτός διακόπτεται από ένα ξυπνητήρι που χτυπάει δαιμονισμένα ενώ εμείς με τόση καλοσύνη το αφήνουμε να ζει μέσα στον αγαπημένο μας χώρο και του δίνουμε την άδεια να μας παρακολουθεί ενώ κοιμόμαστε, όσο τρομακτικό κι αν είναι αυτό. Αν μπορούσαν λοιπόν τα ξυπνητήρια μας να γίνουν λίγο πιο διακριτικά μπροστά στα όνειρά μας, τότε ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος κι ίσως δε σκεφτόμασταν άσχημα πράγματα γι’ αυτά κάθε πρωί.
Τι ζητάμε δηλαδή; Πέντε λεπτά ακόμα. Δεν είναι πολλά. Η απαίτησή μας είναι εντελώς λογική αν σκεφτείς πως οι υπερπαραγωγές που βλέπουμε στον ύπνο μας θέλουν το χρόνο τους για να εξελιχθούν σωστά. Όλα είναι θέμα πλοκής. Κι όταν αυτά τα πέντε λεπτά μας δίνονται, πιστέψτε με, τα αξιοποιούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Γιατί ένα όνειρο που μένει στη μέση δεν είναι καν όνειρο. Είναι σαν καλάθι που δεν μπήκε επειδή βρήκε στο ταμπλό της μπασκέτας το τελευταίο δευτερόλεπτο πριν τη λήξη του ματς. Μια απόλυτη ξενέρα.
Πέντε λεπτά επιπλέον χουζουρέματος σημαίνουν περισσότερος χρόνος για να πάρουμε τη δύσκολη απόφαση ν’ αφήσουμε τη θαλπωρή του ζεστού μας κρεβατιού και να βγούμε έξω στο πολικό ψύχος. Μας αρέσει να έχουμε παραπάνω χρόνο για ν’ αγκαλιαστούμε με το πάπλωμα, να σκεφτούμε τι θέλουμε να φάμε για πρωινό, να βρούμε ποιον θα ενοχλήσουμε το μεσημέρι και να αποφασίσουμε τι διάθεση θα φορέσουμε τη συγκεκριμένη μέρα. Έχουμε νεύρα ή όχι; Είμαστε στα κέφια μας ή ξυπνήσαμε στραβά και σκοπεύουμε να σιχτιρίζουμε αναίτια όλη μέρα;
Σ’ αυτό το φαινομενικά μικρό χρονικό διάστημα εμείς καταφέρνουμε να ταξιδέψουμε σε κόσμους μαγικούς. Φανταζόμαστε ότι χτυπάει το τηλέφωνο και μας δίνουν ρεπό απ’ τη δουλειά, ότι ο έρωτας της ζωής μας ετοιμάζει καφέ στην κουζίνα, ότι το σκυλί έφαγε και βγήκε βόλτα μόνο του. Ξεχνάμε τις υποχρεώσεις μας που θα συνεχίσουν να μας κυνηγούν, όταν αυτά τα πέντε λεπτά εξαντληθούν. Αποφασίζουμε να ξεκινήσουμε γυμναστήριο, σκεφτόμαστε αυτόν που αγαπάμε και γελάμε στριφογυρνώντας στο κρεβάτι καθώς μας έρχεται στο μυαλό η τελευταία κοτσάνα που του είπαμε από αμηχανία και θέλαμε να εξαφανιστούμε λες και ήμασταν τελευταίο κομμάτι πίτσα σε βραδιά αγώνα.
Λίγα ακόμα λεπτά στο κρεβάτι αρκούν για να μην κάνουμε απολύτως τίποτα. Μένουμε ακίνητοι κι ακούμε τον κόσμο να περιστρέφεται, το παιδί του γείτονα να γκαρίζει γιατί δε θέλει να πάει στο σχολείο και οδηγούς να βρίζουν ο ένας τον άλλον έτσι γιατί μπορούν. Είναι υπεραρκετά για να πούμε τα νέα μας με το ταβάνι –που παρεμπιπτόντως θέλει βάψιμο– και να καταλήξουμε πως «το πρόσωπο» μας θέλει τελικά, απλώς του αρέσει να μας βασανίζει λίγο. Κατουριόμαστε, αλλά δε θέλουμε να σηκωθούμε ακόμα. Τι μέρα είναι; Μήπως να κάνουμε κοπάνα; Έχουμε καθαρά ρούχα ή είναι όλα στα άπλυτα; Μήπως πεθάναμε;
Σε ‘κείνες τις στιγμές μπορούμε να καταλάβουμε αν ο λόγος που πρέπει να σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι είναι αρκετά σημαντικός για εμάς. Αν ήταν, δε θα είχαμε πατήσει δέκα φορές αναβολή στην αφύπνιση. Μάλλον δεν έπρεπε να βάλουμε καθόλου ξυπνητήρι. Πολύ συχνά αυτά τα πέντε λεπτά που ζητάμε δεν είναι μόνο πέντε, αλλά πολύ περισσότερα. Κι είναι ικανά να μας χαρίσουν τις πιο τρελές ιδέες. Αυτό γιατί συνδυάζοντας τη διαύγεια της λογικής αλλά και το απίθανο του ονείρου μπορούμε να δούμε με άλλη ματιά όσα μας απασχολούν στην πραγματική ζωή. Γιατί τότε, ανάμεσα σε ύπνο και ξύπνιο όλος ο υπόλοιπος κόσμος χάνεται πίσω απ’ τον ήχο ενός εκνευριστικού ξυπνητηριού.
Αφήστε μας λοιπόν να κοιμηθούμε πέντε λεπτά ακόμη και μην είστε ονειροχαλαστές. Είναι πολύ όμορφα αυτά τα πεντάλεπτα διαλείμματα. Τι κι αν αργήσουμε γι’ άλλη μια φορά στη δουλειά; Τι ψυχή έχουν πέντε λεπτά; Εμείς τα νιώθουμε σαν ώρες ολόκληρες. Εντάξει, πολλές φορές είναι όντως ώρες. Εσείς όμως να μας αφήνετε. Και πού ξέρετε, μια μέρα μπορεί να συναντηθούμε σε κανένα σύννεφο και να σώσουμε μαζί τον κόσμο από τα ζόμπι. Κι αυτή η μέρα δε θα ‘χει ξυπνητήρια. Μόνο αφράτα, πουπουλένια μαξιλάρια.