Το έχετε πάθει κι εσείς, ομολογήστε το. Σε όλους μας έχει τύχει. Η ερώτηση μπορεί να είναι οποιαδήποτε. Απαντάμε μηχανικά με ένα «όχι», αλλά όταν δούμε κάποιον να απαντάει «ναι» αλλάζουμε αμέσως γνώμη. Μπορεί να ζηλεύουμε, να νιώθουμε πως μένουμε πίσω, μπορεί να τα είχαμε φανταστεί όλα διαφορετικά κι όταν τα είδαμε να συμβαίνουν να μην ήταν τόσο άσχημα τελικά. Ίσως δεν ξέραμε καν πως είχαμε μια επιθυμία, ίσως δειλιάζαμε να δοκιμάσουμε κάτι καινούριο.
Δεν πεινάμε, μέχρι ν’ αρχίσει κάποιος να τρώει δίπλα μας. Δεν ψάχνουμε για σχέση, μέχρι να δούμε ένα ζευγαράκι χεράκι-χεράκι στην παραλία. Δε θέλουμε να βγούμε έξω μέχρι να μας πάρουν τηλέφωνο οι φίλοι μας και να μας πουν πόσο καλά περνάνε. Δε μας αρέσει κάποιος, μέχρι να βρει κάποιον άλλον και τότε αμέσως τον χαζεύουμε σαν φρέσκο τουλουμπάκι. Δε θέλουμε και τρίτο ποτό μέχρι να παραγγείλει όλη η παρέα εκτός από εμάς. Δεν ξέρουμε τι θέλουμε μέχρι να το αποκτήσει κάποιος άλλος και να μας το τρίψει στη μούρη. Τέτοιοι ζηλιάρηδες είμαστε. Ζηλιάρηδες κι αναποφάσιστοι.
Από ένα χαζό ρούχο που ντρεπόμασταν να φορέσουμε έξω στον κόσμο έως έναν άνθρωπο που ξέραμε μια ζωή αλλά δεν πήγε ποτέ το μυαλό μας πως ίσως έχει κι αυτός λίγο έρωτα να μας δώσει. Δεν ξέρουμε τι θέλουμε αν δε δούμε με τα μάτια μας να το έχει και να το χαίρεται κάποιος άλλος. Γιατί είναι τελείως διαφορετικό να φαντάζεσαι κάτι από το να το βλέπεις μπροστά σου. Μπορεί να μιλάμε για ένα παγωτό. Μπορεί για έναν έρωτα. Μπορεί για μια οικογένεια. Αν δεν το δεις ζωντανά, να το κρατάει, να το απολαμβάνει ή να το ζει κάποιος άλλος, αν δε ζηλέψεις λίγο, δε θα ξέρεις αν το θέλεις κι εσύ.
Μας αρέσει να αντιγράφουμε τους διπλανούς μας. Να έχουμε κι εμείς όσα έχουν εκείνοι κι αν γίνεται και κάτι παραπάνω για να σκάνε κι αυτοί από τη ζήλια. Δεν αντέχουμε στην ιδέα να έχουν εκείνοι κάτι κι εμείς όχι. Πρέπει να τους φτάνουμε και να τους ξεπερνάμε. Να μας πηγαίνουν εκείνοι λίγο μπροστά, μετά εμείς. Κι έτσι κανείς δε θα μένει στο ίδιο σημείο και κανείς δε θα μένει πίσω. Παίζουμε πάντα ομαδικά. Κι εννοείται κι ανταγωνιστικά.
Όλο αυτό είναι σαν ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι με μικρούς και μεγάλους στόχους, με μικρά και μεγάλα κίνητρα. Όλα τα πιόνια φέρνουν ζαριές και προχωράνε μπροστά. Κι όταν ένα πιόνι βλέπει κάποιο άλλο να προχωράει κι εκείνο μένει πίσω, τρελαίνεται και θέλει να βάλει φωτιά στο ταμπλό. Μπορεί να έχουμε επιθυμίες τις οποίες δε γνωρίζαμε καν. Όταν τις βλέπουμε λοιπόν να εκπληρώνονται και να γίνονται πραγματικότητα κάποιου άλλου, τότε ένα λαμπάκι στο κεφάλι μας αναβοσβήνει κι όλα οδηγούν σε έναν στόχο ο οποίος πρέπει να κατακτηθεί πάση θυσία.
Το να μην ξέρεις τι θέλεις δεν είναι κακό. Δε σημαίνει πως υστερείς σε κάτι. Σημαίνει σίγουρα όμως πως χάνεις χρόνο, χάνεις ευκαιρίες για νέες εμπειρίες, μένεις στη ζώνη ασφαλείας σου αφού δεν έχεις κάποιο κίνητρο να σε τραβάει μπροστά. Κι ίσως όχι απαραίτητα μπροστά, αλλά σίγουρα κάπου αλλού από το σημείο που βρίσκεσαι τώρα. Όταν λοιπόν βλέπεις τους διπλανούς σου να κινούνται, θέλεις κι εσύ να κινηθείς. Η κατεύθυνση δεν έχει σημασία.
Όταν δεν ξέρουμε τι θέλουμε, συνηθίζουμε να μην κάνουμε τίποτα απολύτως. Πολλές φορές δεν έχουμε και διάθεση για τίποτα. Δε βρίσκουμε λόγο να ξυπνάμε το πρωί, βρε αδελφέ. Τα λαμπάκια στο κεφάλι μας μένουν σκοτεινά κι όλα μοιάζουν ίδια κι απαράλλαχτα. Ό,τι κι αν κάνουμε, δε μας ικανοποιεί. Όλα είναι το ίδιο για εμάς, καμία πρόκληση στον κόσμο, κανένα ενδιαφέρον στην καθημερινότητά μας. Φυσικά, δε βοηθάει αν οι γύρω μας έχουν διάθεση και κάνουν πράγματα. Είναι σαν να εισέβαλε κάποιος εκεί που κρύβουμε τις επιθυμίες μας κι ο συναγερμός βαράει σαν τρελός.
Όταν βλέπουμε κάποιον να κάνει κάτι, να ξεκουνιέται από τον καναπέ, να σπάει τη δίαιτα και να τρώει ντόνατ με γέμιση λεμόνι κι επικάλυψη σοκολάτα γάλακτος, τότε θέλουμε κι εμείς να ζήσουμε λίγο επικίνδυνα και να φάμε κάτι παχυντικό Δευτέρα μέρα. Αν ήμασταν μόνοι, ίσως δεν μπαίναμε ποτέ στον πειρασμό. Έτσι και δούμε όμως κάποιον να έχει κάτι που εμείς δεν έχουμε, τότε κλάφτε δίαιτες, ελευθερίες και «ποτέ» που ορκιστήκαμε να μη σπάσουμε με τίποτα. Πείτε το ζήλια, πείτε το αναποφασιστικότητα, πείτε το αδυναμία. Εκείνη τη μαγική στιγμή όμως εμείς ξέρουμε ακριβώς τι θέλουμε και δε βλέπουμε τίποτα άλλο πέρα από αυτό. Και μαγκιά μας τέλος πάντων.