Από τη μέρα που γεννιόμαστε δενόμαστε με ανθρώπους, με καταστάσεις, με συνήθειες, με πράγματα. Στην αρχή θα ‘ναι η οικογένειά μας, μετά οι συμμαθητές, οι φίλοι μας. Και κάπου περίπου στο δημοτικό θα δούμε κάποιον άνθρωπο κάπως διαφορετικά, θα χαμογελάμε χωρίς λόγο όταν βρίσκεται στον ίδιο χώρο με εμάς και θα λέμε τα πιο ηλίθια πράγματα που μπορεί να πει κανείς από αμηχανία όταν ξέρουμε πως ακούει. Θα τον κοιτάμε όταν δεν κοιτάει και θα κοκκινίζουμε όταν διασταυρώνονται τα βλέμματά μας.
Κάποια στιγμή θα έρθει και μια σχέση στη ζωή μας. Ίσως όχι αυτή που θα θέλαμε να έχουμε, ίσως όχι αυτή που έχουμε φανταστεί, ίσως και μια τελείως διαφορετική απ’ όσες μας έχουν περιγράψει ποτέ. Θα ‘ναι όμως πραγματική και θα είναι ολόκληρη δική μας. Θα κολλήσουμε πάνω της σαν χλαπάτσα και δε θα θέλουμε να ξεκολλήσουμε με τίποτα. Δε θ’ ακούμε κανέναν και θα προσπαθούμε ν’ απλωθούμε όλο και πιο πολύ γύρω της για να μην μπορεί ούτε κι αυτή να ξεκολλήσει από εμάς. Θα είμαστε δυο μαριονέτες των οποίων τα σκοινιά θα μπλέκονται όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα.
Μπορεί να περάσουμε αρκετό καιρό μπλεγμένοι και μπορεί να μας αρέσει αυτό πραγματικά. Σε μια απρόσμενη στιγμή, ίσως νιώσουμε όμως πως δεν μπορούμε να πάρουμε πια ανάσα. Θα πούμε πως ήρθε η ώρα να ξεκουμπώσουμε ο ένας από τον άλλον. Με πιο απλά λόγια, θα πρέπει να χωρίσουμε. Ναι, θα έρθει το τέλος του κόσμου. Ναι, θα πιούμε, θα σπάσουμε πράγματα, θα ξεσπάσουμε σε φίλους, θα κλειστούμε στον εαυτό μας και θα μείνουμε μέσα πολλά Σαββατόβραδα βλέποντας σειρές χωρίς σταματημό μέχρι να αλλάξει εποχή ο κόσμος.
Κι όλα αυτά είναι απολύτως φυσιολογικά, όπως φυσιολογικό είναι να δενόμαστε με ανθρώπους. Αυτό κάνουμε από τη μέρα που καταλάβαμε ότι δεν μπορούμε να επιβιώσουμε μόνοι σε αυτό το χαώδες σύμπαν. Και κανένας χωρισμός δε θα γίνει ποτέ αναίμακτα, δε θα μας διαπεράσει χωρίς να αφήσει το σημάδι του και δε θα μας κάνει να νιώσουμε πως ο κόσμος δεν τελειώνει με αυτόν. Γιατί κανένας χωρισμός δεν είναι άπονος, όπως κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να αγκαλιάσει τον εαυτό του, ή να τον φιλήσει ή να τον παρηγορήσει όταν τα πράγματα πάνε σκούρα.
Σε κάθε σχέση, μικρής ή μεγάλης διάρκειας, χαλαρή ή σοβαρή, έμπειρη ή άπειρη, δενόμαστε. Κι όσο περισσότερο χρόνο αφιερώνουμε, τόσο πιο δυνατός γίνεται ο κόμπος, μέχρι που δεν μπορούμε να τον λύσουμε με τίποτα. Τραβιόμαστε μακριά, αλλά ο κόμπος γίνεται πιο σφιχτός, τα χέρια μελανιάζουν και νιώθουμε παγιδευμένοι. Είναι προφανές πως για να ξεκολλήσουμε πρέπει να πονέσει. Μπορεί να φωνάξουμε, μπορεί και όχι. Θέλουμε δε θέλουμε όμως, ο χωρισμός είναι μια πίστα που πρέπει να περάσουμε. Δε γίνεται αλλιώς.
Αν θέλουμε να προχωρήσουμε, πρέπει να δεχτούμε πως θα χάσουμε μερικές ζωές λες και παίζουμε παιχνίδι. Η ανοχή του καθενός μας στον πόνο είναι βέβαια διαφορετική. Κανείς δεν μπορεί να πει πως χώρισε ή τον χώρισαν έστω και μια φορά και δεν ένιωσε τίποτα. Για κάποιον όντως μπορεί ένας χωρισμός να έχει την αίσθηση τσιμπήματος από βελόνα, για άλλον να ‘ναι σαν σφαλιάρα στο σβέρκο. Για τους πιο πολλούς όμως είναι σαν δυνατό χτύπημα στην πλάτη ενώ έχουν καεί από τον ήλιο. Κι αν δεν το περιμένεις κιόλας, δεν υπάρχει χειρότερο.
Ο χωρισμός λοιπόν είναι ο ίδιος για όλους μας. Ο πόνος όμως πάει ανάλογα με τις αντοχές του καθενός. Κι ενώ άλλοι θα τον δουν σαν απλή ενόχληση στο στομάχι και με μια σόδα θα τον έχουν ξεπεράσει, θα υπάρξουν κι εκείνοι που θα μετράνε μελανιές σε όλο τους το σώμα και θα κάνουν βδομάδες να βγουν απ’ το σπίτι. Είμαστε τόσο ίδιοι και ταυτόχρονα τόσο διαφορετικοί σ’ αυτό. Τραβήξτε όμως τα σκοινιά κι ας πονέσει λίγο. Είναι για το καλό σας και μπορείτε να ζητήσετε και γλειφιτζούρι μετά ή έστω λίγο γιαούρτι για το κάψιμο. Γιατί στην τελική ο χωρισμός είναι μια πίστα, όχι όλο το παιχνίδι.