Πώς να κάνεις το πρόσωπο να σε ερωτευτεί, τόμος 9451, σελίδα 62, παράγραφος 3, σειρά 7. Λέξη κλειδί: Αδιαφορία. Περιγραφή: Κάνε πως δε σου αρέσει και τόσο πολύ, άφησε το πρόσωπο να πάρει το ρόλο του κυνηγού, γίνε το θήραμα και τρέχα. Το παιχνίδι αυτό θέλει υπομονή και τουλάχιστον δύο παίκτες. Μη μιλάς λοιπόν πολύ, άργησε να επιστρέψεις μερικές κλήσεις, μην απαντάς αμέσως στα μηνύματα που σου στέλνει, ακύρωσε και κάνα ραντεβού. Παίξ’ το κουλ. Προσοχή όμως, μην το παρακάνεις.
Όσο λιγότερο μιλάς κι όσα λιγότερα αποκαλύπτεις για τον εαυτό σου, τόσο περισσότερο χρόνο θα θέλει να περνάει μαζί σου. Συνήθως όταν μας αρέσει κάποιος πολύ, ενθουσιαζόμαστε και προσπαθούμε -μάλλον υπερβολικά πολύ- να τα κάνουμε όλα σωστά. Πολλές φορές γινόμαστε όμως πιεστικοί και τρομάζουμε τον κόσμο. Γι’ αυτό, όταν θέλουμε πραγματικά να αρέσουμε στους άλλους, πρέπει να είμαστε χαλαροί, όχι τόσο τέλεια στημένοι όλη την ώρα, αλλά αληθινοί, ειλικρινείς, αυθόρμητοι και ελεγχόμενα αδιάφοροι. Σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Με αυτόν τον τρόπο δείχνουμε δυναμισμό, σιγουριά κι αυτοπεποίθηση. Εκπέμπουμε γοητεία, μυστήριο. Τον έρωτα τον ίδιο δηλαδή. Και ξέρουμε ακριβώς τι κάνουμε. Ποιος μπορεί να μας αντισταθεί μωρέ; Είμαστε σαν κουτί από τούρτα που όλοι θέλουν να ανοίξουν και να μάθουν τι έχει μέσα. Κι όσο κάθονται και κοιτάνε το κουτί, τόσο σκάνε από την περιέργεια να ρίξουν μια κλεφτή ματιά. Να δουν τουλάχιστον αν θέλει ψυγείο ή όχι, βρε αδελφέ.
Αντίστοιχα λοιπόν, κι αυτοί που το παίζουν σε εμάς αδιάφοροι στην αρχή, καταφέρνουν να μπουν στο μυαλό μας. Το ζήτημα είναι καθαρά στρατηγικό. Και προφανώς γουστάρουμε εκείνους περισσότερο, γιατί καταλήγουμε να τους σκεφτόμαστε συνέχεια και να αναρωτιόμαστε αν τους αρέσουμε ή όχι. Εκείνους που μας το παίζουν δύσκολοι. Εκείνους που κυνηγάμε λίγο, αυτούς που μας ζορίζουν και στο τέλος μας τρελαίνουν γιατί δεν μπορούμε να τους διαβάσουμε με τίποτα. Σε κανέναν δεν αρέσουν οι εύκολες κατακτήσεις. Όλοι θέλουμε αυτό που δεν μπορούμε να έχουμε.
Ίσως έχει να κάνει και με το παιχνίδι το ίδιο. Ψοφάμε για λίγη αγωνία, μας αρέσουν οι προκλήσεις, τα στοιχήματα με τον εαυτό μας. Έτσι, η χαρά είναι μεγαλύτερη όταν καταφέρνουμε να κερδίσουμε και να πιάσουμε αυτό που κυνηγούσαμε. Η αναμονή φουντώνει το ενδιαφέρον, μας ιντριγκάρει περισσότερο και κάνει τη φαντασία μας να τρέχει λες κι έχει βάλει στόχο να ξεπεράσει σε ταχύτητα το χρονόμετρο. Ο στόχος γίνεται έτσι ακόμα πιο ελκυστικός.
Επίσης το καλό της υπόθεσης είναι πως όταν κάποιος το παίζει αδιάφορος, ο ίδιος νιώθει πως έχει το πάνω χέρι επειδή έχει τον άλλον στο τρέξιμο, αλλά το ίδιο ακριβώς νιώθει κι εκείνος που τρέχει, γιατί ξέρει πως είναι ο κυνηγός του παιχνιδιού. Σκέφτεται τι θα κάνει στη συνέχεια, πώς θα ρίξει το πρόσωπο και αισθάνεται ότι έχει τον έλεγχο όλων των κινήσεων. Ανεβάζει και κατεβάζει τον πήχη του παιχνιδιού ανάλογα με τα γούστα του και ακόμα κι η αδιαφορία του συμπαίκτη του δεν τον χαλάει καθόλου αφού ξέρει πως έχει πολλές ζαριές ακόμα μέχρι τον τερματισμό.
Μην τη φοβάστε την αδιαφορία λοιπόν. Δε σημαίνει απόρριψη. Όχι πάντα τουλάχιστον. Η αδιαφορία αυτού που σας παίζει είναι ξεκάθαρη σε σχέση με αυτήν του «όντως δεν ενδιαφέρομαι». Γιατί αυτός που σας το παίζει αδιάφορος θα συνεχίζει να κουνάει τα πιόνια του. Ενώ εκείνος που όντως δεν ενδιαφέρεται θα κλείσει το ταμπλό και θα αποχωρήσει απ’ την αρένα του παιχνιδιού. Όπως και να ‘χει, θα είστε σε θέση να το καταλάβετε από τον ήχο των ζαριών.
Δεχτείτε την αδιαφορία σαν μια κίνηση στρατηγικής στο φλερτ και πάρτε θέση ανάλογα. Γελάστε πονηρά όταν νιώσετε πως σας το παίζουν λίγο αδιάφοροι στη αρχή, ενώ στην πραγματικότητα σας γλυκοκοιτάζουν σαν να είστε τούρτα σοκολάτα. Απλώς δε θέλουν να αποκαλύψουν τα χαρτιά τους απ’ τον πρώτο γύρο κι αυτό είναι απόλυτα λογικό. Εσείς τα δείχνετε δηλαδή; Απαντήστε τότε με την ίδια τακτική και φυσήξτε τα ζάρια για καλή τύχη. Χάσετε ή κερδίσετε, μπορείτε να ζητήσετε και δεύτερο γύρο. Α! Βάλτε κι ένα πονηρό στοίχημα αυτήν τη φορά.