Όλοι έχουμε μισήσει κάτι που κάποτε αγαπούσαμε πολύ, ίσως κι υπερβολικά πολύ. Κάτι που συνδέσαμε με κάποιον, κάτι τελείως αόριστο που θύμιζε κάποιον πολύ συγκεκριμένο. Μια λεπτομέρεια τόσο ασήμαντη που μόνο εμείς την είδαμε, μια συνήθεια τόσο χαζή που μόνο εμείς τη μοιραστήκαμε, μια στιγμή τόσο μοναδική που μόνο εμείς τη ζήσαμε. Φταίει το κάτι που μας θυμίζει αυτόν τον κάποιον ιδιαίτερο, ο κάποιος που μας λείπει ή εμείς που δε θέλουμε να το παραδεχτούμε ποτέ μα ποτέ;
Πόσο αγαπήσαμε ένα τραγούδι, ας μπορούσε να μιλήσει το κουμπί του replay. Ο γείτονάς μας το ξέρει σίγουρα πολύ καλά, αν και μάλλον θα προτιμούσε να μην ξέρει, αν κρίνουμε από το άγριο ύφος του κάθε πρωί στο ασανσέρ. Πόσο αγαπήσαμε ένα μέρος, μια μυρωδιά, ένα φούτερ, μια ανάμνηση του κάποτε που τώρα έχει πια ξεθωριάσει και μόνο το κάτι το οποίο κάποτε αγαπούσαμε μπορεί να τη φέρει ξανά στη ζωή; Πόσες φορές ψάξαμε απελπισμένα να βρούμε κάτι να μισούμε για να ξεχάσουμε όσους έκαναν την καρδιά μας να χτυπάει δυνατά;
Πόσες φορές είπαμε «όχι, όχι αυτό το τραγούδι!» γιατί με το άκουσμα της πρώτης νότας ταξιδεύαμε αστραπιαία στο χρόνο και γινόμασταν και πάλι θεατές όλων όσων πήγαν στραβά στο κάποτε; Πόσες φορές είπαμε «ας μην πάμε σε ‘κείνο το μαγαζί» και ευχηθήκαμε να κλείσει το ρημάδι για να μην υπάρχει ποτέ σαν επιλογή στη λίστα των μερών που θα μπορούσαμε να πάμε; Πόσες φορές ακούσαμε μια φωνή, ένα γέλιο που μας έκανε να θέλουμε να κρυφτούμε κάτω από το τραπέζι, να κλείσουμε τα μάτια και να περιμένουμε μέχρι να ξυπνήσουμε από αυτόν τον εφιάλτη;
Πόσες φορές αλλάξαμε δρόμο για να μην πέσουμε μούρη με μούρη με τον παλιό μας έρωτα που μετατράπηκε στον μεγαλύτερο εχθρό μας σ’ έναν πόλεμο που παρά τις επίμονες προσπάθειές μας χάνουμε πανηγυρικά; Πόσα μέρη θα θέλαμε να σβήσουμε από το χάρτη, γιατί μας θυμίζουν μια εποχή που δεν έχει καμία σχέση με το τώρα; Πόσες διαδρομές αρνούμαστε να ακολουθήσουμε ξανά, γιατί αποφεύγουμε τις άβολες, απρόσμενες συναντήσεις, πόσους ανθρώπους απομακρύνουμε χωρίς δεύτερη σκέψη, γιατί τους έχουμε συνδέσει με κάποιον που δε θέλουμε ποτέ να ξαναδούμε;
Πόσους νέους έρωτες απορρίπτουμε λόγω ονόματος, λόγω ζωδίου, λόγω κάποιας περίεργης συνειρμικής σκέψης που μας οδηγεί στον προσωπικό μας Βόλντεμορτ, για τον οποίο κανένας φίλος μας δεν τολμάει να μιλήσει μπροστά μας; Σε πόσες μυρωδιές κλείνουμε τη μύτη πλέον, ενώ κάποτε δεν μπορούσαμε να φανταστούμε την καθημερινότητά μας χωρίς αυτές; Πόσες όμορφες στιγμές θάψαμε βαθιά στο χρόνο, πόσες φωτογραφίες κάψαμε ή μάλλον διαγράψαμε, πόσες δικαιολογίες βρήκαμε για να μισούμε κάτι που κάποτε μας έφτιαχνε τη μέρα; Τον ήχο ενός μηνύματος στο κινητό αργά το βράδυ, την αίσθηση μιας αγκαλιάς όταν είχε πολύ κρύο, την ιδέα μιας βόλτας στην παραλία αποκλειστικά για δύο.
Τώρα, όμως, δεν αγαπάμε τίποτα από αυτά που κάποτε λατρεύαμε. Τώρα επιμένουμε να τα μισούμε πεισματικά με την ίδια δύναμη που κάποτε τα αγαπούσαμε, αν όχι και παραπάνω. Μισούμε ακόμα και τις σκέψεις που κάνουμε κάθε φορά που πέφτουμε πάνω σε κάποιο από αυτά τα «κάτι» που κάποτε μας έκαναν να χαμογελάμε μόνοι μας και να κοιτάμε γύρω μήπως μας είδε κανείς και γίναμε ρεζίλι.
Το πρόβλημα ξεκινάει από το γεγονός ότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι ακριβώς αγαπάμε σε κάποιον μέχρι να είναι πολύ αργά. Οι μικρές λεπτομέρειες που μας δένουν μαζί του είναι σαν αόρατες αλυσίδες που μπορούμε να δούμε μόνο όταν σκάσει η φούσκα του έρωτα. Ξυπνώντας, λοιπόν, ανακαλύπτουμε με έκπληξη πως είμαστε δεμένοι και ο μόνος τρόπος να λυθούμε είναι να αποβάλλουμε ό,τι μας θυμίζει τον κάποιον που κάποτε γέμιζε τον κόσμο μας.
Φυσικά, όσο μεγαλύτερη ήταν η αγάπη που του είχαμε, τόσο πιο πολύ θα απεχθανόμαστε όσα τον θυμίζουν, όταν δεν είναι πια δικός μας. Όσο συνεχίζουν να τον θυμίζουν, αυτό θα είναι η απόδειξη πως δεν τον μισούμε πραγματικά και το μόνο που κάνουμε είναι να βρίσκουμε δικαιολογίες για να μην παραδεχτούμε πως μας λείπει.
Όσο βρίσκουμε πράγματα να καταριόμαστε, θα ξέρουμε πως μας λείπει ακόμα. Κάποια στιγμή βέβαια, αν είμαστε τυχεροί, οι αναμνήσεις θα κρυφτούν πολύ καλά και δε θα υπάρχει πλέον κάτι να μισούμε. Τότε μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως η αγάπη πέταξε κι η καρδιά μας είναι ελεύθερη να περιπλανηθεί σε νέους «κάποιους» και σε νέα «κάτι». Κι αυτή η στιγμή φίλοι μου, θα είναι μαγική.
Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι δε μισήσαμε ποτέ πραγματικά αυτά τα μικρά «κάτι». Ήταν απλά πιο εύκολο να τα αποφεύγουμε ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα ξεχνούσαμε από συνήθεια. Έτσι, όταν τα συναντούσαμε ξανά, θα ξέραμε πως το μυαλό μας θα έμενε στη θέση του και δε θα θυμόμασταν ξαφνικά κανέναν που δε θέλαμε να θυμηθούμε. Θα σηκωνόμασταν και θα χορεύαμε με την ψυχή μας όταν έπαιζε το αγαπημένο του τραγούδι κι έπειτα θα θυμόμασταν τη στιγμή, εμάς πάνω στο μπαρ, τα χειροκροτήματα των φίλων μας και τίποτα άλλο πέρα από τον πονοκέφαλο της επόμενης μέρας.