«Σ’ αγαπώ», «σε χωρίζω» και «σ’ ευχαριστώ». Τρεις κουβέντες βαριές που όταν λέγονται οφείλουν να κάνουν θόρυβο. Το οφείλουν σε αυτόν που τις λέει δυνατά αλλά και σε αυτόν στον οποίον απευθύνονται. Η σειρά τους μπορεί να μην είναι απαραίτητα αυτή. Μπορεί να μη σου τις πει ο ίδιος άνθρωπος και μπορεί να μην τις πεις κι εσύ στο ίδιο πρόσωπο. Κι ο κρότος που κάνουν κάθε φορά δε θα είναι απαραίτητα ο ίδιος. Η δύναμη κι η έντασή τους όμως ίσως και να είναι.

Πολλές φορές τυχαίνει να καρφώνονται αυτές οι λέξεις στο μυαλό μας και να τις αφήνουμε εκεί σαν ένα παλιό χαρτάκι που ξέμεινε κολλημένο στο ψυγείο. Δεν παίρνουμε ποτέ την απόφαση να τις πούμε στο πρόσωπο που πρέπει να τις ακούσει, το αναβάλλουμε σε κάθε ευκαιρία, ίσως και μέχρι να είναι πλέον αργά. Περιμένουμε την κατάλληλη στιγμή, περιμένουμε την επόμενη Δευτέρα. Λες και μπορεί ο χρόνος να μας αναγκάσει να τις πούμε ή μάλλον να τις πει εκείνος για εμάς. Οι κουβέντες αυτές όμως δεν υφίστανται σε απόσταση μεγαλύτερη του μέτρου και δεν μπορούν να ζήσουν σε ξεχασμένα σημειώματα κι οθόνες κινητών τηλεφώνων. Δημιουργήθηκαν για να λέγονται πρόσωπο με πρόσωπο.

Η καθεμιά προκαλεί τελείως διαφορετικές αντιδράσεις στο άκουσμά της αλλά όλες ζωγραφίζουν συναισθήματα στα μάτια του αποδέκτη τους μόλις του μεταφερθεί το μήνυμα. Κι όλα αυτά χάρη σε τρεις μικρές φράσεις. Το θέμα με αυτές τις κουβέντες είναι πως όλη τους η δύναμη κρύβεται στην ικανότητά τους να κάνουν φασαρία όταν λέγονται πρόσωπο με πρόσωπο κι ακριβώς την ώρα που γεννήθηκαν μέσα στο κεφάλι μας. Κι η δική τους δύναμη αποτελεί δική μας αδυναμία. Αν τις πούμε, δεν μπορούμε να τις πάρουμε πίσω. Η στιγμή αυτή δε θα ξεχαστεί ποτέ και τα αυτιά μας θα βουίζουν κάθε φορά που θα ταξιδεύουμε πίσω σε αυτή.

Πώς αλλιώς μπορείς να πεις ένα «σ’ αγαπώ» αν όχι πρόσωπο με πρόσωπο; Είναι ίσως από τις πιο συνηθισμένες κουβέντες στον κόσμο που για πολλούς έχει γίνει καραμέλα. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν κι εκείνοι που όταν θα το πουν, θα είναι σαν να ανοίγουν μια τρύπα στο θώρακά τους και μπορείς να δεις μέσα ό,τι έχουν κλειδωμένο. Και με αυτήν τη φράση θα μπορέσουν να ανοίξουν μια ίδια τρύπα και σε ‘σένα και να ψαχουλέψουν όλα σου τα μυστικά. Είναι σαν ένα σύνθημα το «σ’ αγαπώ». Μόλις το πεις σε κάποιον το τείχος ανάμεσά σας πέφτει και μπορείτε να μπαινοβγαίνετε άνετα ο ένας στο κάστρο του άλλου.

«Σε χωρίζω». Βαρύ κι ασήκωτο. Αναγκαίο όμως να ειπωθεί. Να ειπωθεί αργά, δυνατά, καθαρά και φυσικά από κοντά. Το οφείλεις στα μάτια με τα οποία πέρασες κάποιες στιγμές και μοιραστήκατε μαζί λίγο χρόνο σε αυτήν τη γη, τους το χρωστάς να το πεις καθώς θα κάθεσαι απέναντί τους στην καρέκλα έτοιμος να δεχτείς ό,τι έχουν να σου πετάξουν. Πρέπει κι εσύ ο ίδιος να είσαι σε θέση να το ζήσεις μαζί τους εκείνη τη στιγμή, καθώς εσύ το έχεις ήδη επεξεργαστεί για κάποιο διάστημα και το περίμενες κατά κάποιον τρόπο. Για εκείνους όμως, μόλις συνέβη. Και πρέπει να το σεβαστείς αυτό ενώ σε κοιτάνε στα μάτια.

Ένα από τα πιο όμορφα αισθήματα στον κόσμο είναι να σου λέει κάποιος «ευχαριστώ». Ακόμα και για το πιο μικρό πράγμα που θα του χαρίσεις, ακόμα κι αν δεν κατάλαβες καν πως του έδωσες κάτι. Μπορεί να στο στείλει σε μήνυμα, να στο γράψει σε μια χαρτοπετσέτα, να σου κάνει ένα νόημα και να είναι σαν να το είπε. Τίποτα όμως δε θα έχει ποτέ την ίδια αξία με το να το ακούσεις να στο λέει δυνατά και να απευθύνεται μόνο σε ‘σένα. Και πρέπει να είναι εκεί για να δει τη χαρά σου, να χαρεί κι εκείνος μαζί σου, να μοιραστείτε άλλη μια όμορφη στιγμή, ένα ακόμα χαμόγελο.

Υπάρχουν πολλά λόγια που λέμε και χάνονται στον αέρα. Λόγια που ξεχνιούνται την επόμενη μέρα και δε σημαίνουν τίποτα, είτε γιατί τα είπαμε πάνω στα νεύρα μας είτε γιατί τα είπαμε απλώς για να τα πούμε. Υπάρχουν όμως και κάποια λόγια που έχουν τη δύναμη χειροβομβίδας τα οποία αν τα πετάξεις κάτω, ο κόσμος δε θα είναι ποτέ ο ίδιος που ήξερες. Κι όσο μεγάλο κι αν μας φαίνεται ένα μικρό «σ’ αγαπώ», ένα «χωρίζουμε» κι ένα «ευχαριστώ» οφείλουμε να τα λέμε στα μάτια όσων πρέπει να τα ακούσουν. Ακόμα κι αν αλλάξει ο κόσμος τους και δεν μπορούμε να πάρουμε τίποτα πίσω.

 

Συντάκτης: Ελίνα Ανδρεάδου