323 χιλιόμετρα. Έχω καταραστεί κάθε ένα απ’ αυτά ξεχωριστά. Έχω γίνει φίλη μαζί τους, έχουμε πιει τα κρασάκια μας κι έχω καταλήξει πως δε φταίνε αυτά, αλλά εμείς που τους δίνουμε περισσότερη δύναμη απ’ όση αξίζουν. Κι αν το σκεφτείς δηλαδή, δεν είναι πολλά. Μερικές μέρες μπορεί να μου φαίνονται όντως ατελείωτα κι εκνευριστικά πολλά, άλλες όμως σκέφτομαι πως υπάρχουν και πιο ενοχλητικά πράγματα σ’ αυτόν τον κόσμο.
Είναι άτιμο πράγμα η απόσταση, δε λέω. Σαν μια ηλιόλουστη μέρα που είσαι κλεισμένος σ’ ένα γραφείο και γύρω σου έχεις στοίβες χαρτούρας, ενώ το μόνο που θέλεις πραγματικά είναι να είσαι αλλού. Κοιτάς έξω απ’ το παράθυρο κι εύχεσαι να μπορούσες να παγώσεις για λίγο το χρόνο, να πας να συναντήσεις το πρόσωπο και να περάσεις τη μέρα σε μια παραλία μέχρι να σας κάψει και τους δύο ο ήλιος. Χαμογελάς. Χτυπάει το τηλέφωνο κι επανέρχεσαι στην πραγματικότητα.
Και δεν είναι καν η απόσταση αυτή μου που τη δίνει περισσότερο στα νεύρα. Τα ήπιαμε, τα βρήκαμε μαζί της, στο είπα ήδη. Αυτό που με τρελαίνει πιο πολύ απ’ όλα είναι το γεγονός πως είναι άλλοι αυτοί με τους οποίους περνάς τις βαρετές ηλιόλουστες μέρες σου στην παραλία. Κι εγώ είμαι κολλημένη σ’ ένα γραφείο με κλειστά παράθυρα. Ζηλεύω λοιπόν, αυτούς που σ’ έχουν συνέχεια δίπλα τους, αυτούς που ακούνε τα παράπονά σου, αυτούς στους οποίους χαρίζεις τα χαμόγελά σου και τρέχεις να πεις ακόμα και το πιο χαζό νέο του κόσμου.
Θα ‘θελα να ήμουν εγώ στη θέση τους και ν’ άκουγα τα ίδια κρύα αστεία σου κάθε μέρα. Και θα γελούσα, αλήθεια, κάθε φορά σαν να ήταν η πρώτη φορά που τ’ άκουγα. Θα ‘θελα να σ’ έβλεπα τυχαία στο δρόμο, να σου έδινα ραντεβού κάτω απ’ το σπίτι σου, να σ’ έπαιρνα τηλέφωνο και να έλεγα «Κατέβα, είμαι από κάτω». Θα ‘θελα να ξέρω όλα σου τα ρούχα απ’ έξω, το τραγούδι που σου κόλλησε στο μυαλό και δεν μπορείς να ξεχάσεις, τι έκανες την ώρα που σου κόλλησε και με ποιον ήσουν, ακόμα και το πιο ηλίθιο πράγμα που σου συνέβη. Θα ‘θελα να είχα τραβήξει εγώ τη φωτογραφία προφίλ σου.
Ζηλεύω που οι περιπέτειές σου έχουν άλλους πρωταγωνιστές πέρα από ‘σένα και ‘μένα. Εύχομαι να ήμουν μπροστά σ’ όλες τις ιστορίες που μου αφηγείσαι, να ήξερα τις ιστορίες, γιατί θα τις είχα ζήσει κι εγώ και να καταλάβαινα όλα τα αστεία που μόνο εσύ κι όσοι σε βλέπουν κάθε μέρα καταλαβαίνετε. Ζηλεύω τους σερβιτόρους στο αγαπημένο σου καφέ που ξέρουν πως άλλαξες τον τρόπο που πίνεις τον καφέ σου, ακόμα και τον περιπτερά που σε βλέπει πιο συχνά από ‘μένα. Ζηλεύω τους φίλους σου και τη σχέση που έχετε. Ζηλεύω το σκύλο σου.
Ζηλεύω τις σιωπές, τα γέλια, τα νεύρα, ό,τι κάνεις και δεν είμαι από μια μεριά να το δω. Ζηλεύω τις μικρές στιγμές που χάνω, τα μεθύσια σου, τα χαμένα στοιχήματα, την ετοιμασία πριν βγεις το βράδυ, τις προπονήσεις σου, την ακαταστασία σου, μέχρι και τη σπαστική μουσική σου. Όλα όσα μοιράζεσαι με άλλους κι όχι με ‘μένα. Ζηλεύω τους γείτονές σου που σε συναντούν στο ασανσέρ, το διαχειριστή της πολυκατοικίας σου, τον ντελιβερά, τον υπάλληλο απ’ το προποτζίδικο της γειτονιάς σου, όσους πέφτουν πάνω σου στο δρόμο.
Το θέμα, μάτια μου, είναι πως ζηλεύω. Όχι εσένα, αλλά τους άλλους. Ζηλεύω τους άλλους. Ζηλεύω αυτούς που σε βλέπουν κάθε μέρα, αυτούς που σε βλέπουν να γελάς, να τρως, να κοιμάσαι, να γκρινιάζεις, να θυμώνεις, να βγαίνεις εκτός ελέγχου. Ζηλεύω την καθημερινότητα που περνάς μαζί τους, το χρόνο που τους χαρίζεις, απλώς το γεγονός ότι είστε μαζί ακόμα κι αν δε βγάζετε άχνα. Δε μιλάτε, όχι από αμηχανία αλλά από οικειότητα. Μπορώ να το κάνω κι εγώ αυτό. Πιστεύω πως θα ήμουν πολύ καλή σ’ αυτό.
Τα χιλιόμετρα μου ‘μαθαν ένα πράγμα. Η απόσταση τρελαίνει. Μπορεί να είσαι ο πιο βαρετός άνθρωπος στον κόσμο κι αν σε έβλεπα κάθε μέρα να χανόταν όλο αυτό το ιδανικό μυστήριο που έχω φτιάξει γύρω από ‘σένα. Κι όμως εγώ θα συνεχίσω να ζηλεύω όσους σε βλέπουν κάθε μέρα και να πιστεύω πως μαζί δε θα βαριόμασταν ποτέ τη βαρεμάρα. Δεν το πίστευα πως θα έφτανα ποτέ να πω πως ναι, ζηλεύω τη βαρεμάρα. Ζηλεύω τη βαρεμάρα μαζί σου.