Έχετε ποτέ σκεφτεί τα οφέλη του να κλαις; Να ξεσπάς σε γοερά κλάματα, είτε βουβά, μόνος σου ή με κάποιον που εμπιστεύεσαι τυφλά και δε σε νοιάζει για το αν θα σε δει στα χειρότερά σου. Την ανακούφιση που θα αισθανθείς και την αίσθηση βάρους να φεύγει από κάθε σου κύτταρο. Γιατί ντρεπόμαστε να κλαίμε; Γιατί το θεωρούμε αδυναμία και γιατί μπαίνουμε στη διαδικασία να μπλοκάρουμε τα συναισθήματά μας, λες κι αποτελεί τη μέγιστη ντροπή;
Γενικά, είμαι ένας άνθρωπος που μου αρέσει να μοιράζομαι λίγο- πολύ τις ιστορίες μου, καθώς θεωρώ ότι έτσι μπορώ να αναλύσω καλύτερα αυτό που θέλω. Έτσι και σ’ αυτό το άρθρο, έχω να δηλώσω, χωρίς ντροπή πλέον, παρά μόνο με λύπη, ότι έχω να ξεσπάσω- να κλάψω πριν τα περσινά Χριστούγεννα, όπως και το να νιώσω κάτι δυνατό, που θα με συγκλονίσει, που θα με κάνει να το σκέφτομαι ώρες και μέρες και θα μου δώσει κάποιο κίνητρο, να γίνω καλύτερη σε κάτι. Νιώθω μπλοκαρισμένη; Ναι. Ψάχνω λύσεις; Είναι μέρες που ψάχνω σαν τρελή και μέρες που μου περνά, εντελώς αδιάφορο.
Θεωρητικά όμως, γνωρίζω το καλό που θα έκανα στον εαυτό μου αν παραδινόμουν σε ένα καλό ξέσπασμα. Διότι, το καλό με το κλάμα, πέρα από το ότι καθαρίζει τα μάτια και τα ενυδατώνει, σκοτώνοντας κάθε βακτήριο που μπορεί να υπάρχει, κάνοντάς μας να βλέπουμε καλύτερα, κρύβει μικρούς θησαυρούς και για την ψυχική μας υγεία (κι όχι μόνο), που τους προσπερνάμε, σφυρίζοντας κλέφτικα. Ξεκινώντας:
1. Το κλάμα μπορεί και μας χαλαρώνει από μια έντονη γεμάτη στρες ημέρα. Εξαφανίζει τα νεύρα κι έτσι, με λίγες ανάσες, μπορούμε να πάρουμε μια καλύτερη απόφαση, απ’ ότι να πράτταμε πάνω σε έντονο εκνευρισμό.
2. Μας ανεβάζει τη διάθεση, όσο οξύμωρο κι αν μας φαίνεται. Διώχνοντας την κακή ενέργεια και κάθε άσχημο συναίσθημα, είναι σαν να ξαναξεκινάει η ημέρα μας, να κάνουμε ένα restart, σαν να ξεθολώνει το μέσα μας.
3. Κλαίγοντας, κάνουμε καλό και στο αναπνευστικό μας σύστημα, ενώ μειώνονται οι πιθανότητες για καρδιακά προβλήματα.
4. Το κλάμα επίσης, μετά από έντονο στρες, ίσως να είναι κι ένα καμπανάκι κινδύνου ότι κάτι δεν πάει καλά με την ψυχική μας υγεία, με την έννοια ότι πρέπει να αλλάξουμε ρυθμούς, συνήθειες που μόνο ωφέλιμες δεν είναι και να προστατέψουμε τον εαυτό μας, δίνοντάς μας προτεραιότητα.
Γιατί δεν κλαίμε λοιπόν; Ίσως να φταίει και το στερεότυπο. Όμως, οι μύθοι περί κλάματος, ότι κλαίνε μόνο οι αδύναμοι, ότι οι άντρες πρέπει να είναι σκληροί και να μην κλαίνε, καλό θα ήταν κάποια στιγμή να πάψουν να υφίστανται και να μπουν στο συρτάρι του μεσαίωνα. Με το κλάμα συναισθάνεσαι κι εσένα τον ίδιο καλύτερα, γνωρίζεις τον εαυτό σου ξανά σε κομμάτια που ίσως με τη ρουτίνα τα προσπερνάς και τα τσαλαπατάς, δηλώνεις τη συμπόνια σου, ενώ μπορείς να σπάσεις το φράγμα της κακής ψυχολογίας που μπορεί να σε πλακώνει, εκτονώνοντάς το.
Το να το παίζεις αλύγιστος συσσωρεύοντας συναισθήματα και σκέψεις, ενώ και μόνο το γεγονός της εξωτερίκευσής τους μπορεί να δώσει λύσεις από το πιο μικρό σου πρόβλημα μέχρι το μεγαλύτερο που μπορεί να κρύβεις, μόνο έξτρα άγχος θα προσφέρει και καταβεβλημένη ψυχολογία. Και τα λέω μήπως τ’ ακούσω κι εγώ.
Διότι, στο τέλος της ημέρας, ξέρω πώς είναι να ξυπνάς κάθε πρωί με πόνους στον αυχένα ή ημικρανίες, μαζεύοντας κι άλλες σκέψεις κι άλλο συναίσθημα, σαμποτάροντας το ίδιο σου το κλάμα για δήθεν κοινωνικούς κι όχι μόνο λόγους. Σε μια εποχή που όλα γίνονται απρόσωπα, ψυχρά, γκρίζα, πίσω από μια οθόνη υπολογιστή, με memes, reels, quotes, το να είσαι αληθινός και να εκφράζεσαι με κάθε σου μέσο από τη γλώσσα του σώματος μέχρι και κλάμα, είναι μια ελπίδα θα έλεγε κανείς, ότι υπάρχει λίγο ακόμη συναίσθημα μέσα μας. Κι αυτό είναι όμορφο, πέρα από γενναίο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου