Όταν ήμασταν μικρά, θέλαμε να μεγαλώσουμε και τώρα που μεγαλώσαμε, καθόμαστε κι αναπολούμε τι ωραία που ήταν όταν ήμασταν παιδιά. Χωρίς ιδιαίτερα άγχη και σκοτούρες, εκτός από τα μαθήματα, ή το άγχος για το αν προλάβουμε να δούμε την παρέα μας ή όχι κι αν θα μπορέσουμε να δούμε κρυφά στην τηλεόραση το πρόγραμμα που οι γονείς μας μάς απαγόρευαν- ξεκάθαρα από αντίδραση. Θέλαμε να μεγαλώσουμε για να γίνουμε μεγάλοι και τρανοί. Φτιάχναμε λίστες και συζητούσαμε ώρες με τους παιδικούς μας φίλους για τα όνειρά μας είτε επαγγελματικά είτε για τον μεγάλο έρωτα της ζωής μας. Μας άρεσε να ρεμβάζουμε σκεπτόμενοι το μέλλον και να ελπίζουμε ότι η ενηλικίωση, είναι ένας κρυμμένος θησαυρός, που μόνο χαρές θα φέρει κι ανεξαρτησία.
Και τελικά μεγαλώσαμε. Και δώσαμε πανελλήνιες. Μπορεί κι όχι. Πετύχαμε ή και όχι. Και τα όνειρά μας αντί να φουντώσουν, ξεκίνησαν να παίρνουν μια καθοδική πορεία, μέχρι να βρούμε τον άσο που έχουμε κρυμμένο στο μανίκι μας και δεν το ξέρουμε. Πιάσαμε και δουλειά κι εκεί ήρθε το πρώτο χαστούκι, όταν καταλάβαμε ότι ο κόσμος δεν είναι τόσο ονειρικός όσο τον είχαμε φανταστεί. Κάπως έτσι, στην πρώτη μας δουλειά, μπορεί να μάθαμε με τον πιο άσχημο τρόπο τι σημαίνει αγένεια και κακομεταχείριση, εκμετάλλευση και «θάψιμο». Πως η δουλειά μπορεί να γίνει μια μικρή κοινωνία, που μπορεί να σε ανεβάσουν και να σε κατεβάσουν, αν δε σε συμπαθούν. Κι ας μη φταις εσύ, αλλά ο κομπλεξικός εργοδότης με το σύνδρομο κατωτερότητας που θα ξεσπάσει πάνω σου και κάποιες φορές, μπορεί να τύχει να γυρίσεις με κλάματα στο σπίτι.
Μαζί με την ενηλικίωση, έρχονται και οι αποφάσεις. Αποφάσεις που τις φοβάσαι ή μπορεί να μην είσαι έτοιμος να πάρεις και θες να κρυφτείς πίσω από το δάχτυλο του χεριού σου. Αποφάσεις που σε κάνουν να εύχεσαι να υπήρχε ένα μαγικό ραβδί, που θα σε έκανε να πάρεις τη σωστή και γρήγορα, για να μην κάνεις λάθη, που τα φοβάσαι τόσο. Εξάλλου, έτσι σε μεγάλωσαν, με τον φόβο της αποτυχίας.
Κατά τη διαδικασία αυτή, μπορεί να κλειστείς στον εαυτό σου. Να αναθεωρήσεις κάποια πράγματα και να πεις ότι τελικά ο κόσμος δεν είναι τόσο ρόδινος όσο τον περίμενες. Πας παρακάτω. Συναντάς την πρώτη καψούρα. Τη δεύτερη. Την Τρίτη. Κι εκεί την πατάς, Γιατί όντως καίγεσαι και σιγολιώνεις. Και μπαμ! Γίνεται η πρώτη σου ερωτική απογοήτευση. Θες να είναι η απόρριψη; Το κέρατο; Το ότι απλά είναι η μάστιγα της εποχής, που όλα είναι πρόχειρα και χωρίς ουσία; Και πάλι, μαθαίνεις. Γίνεσαι πιο σκληρός και σκέφτεσαι ρομαντικά και πεζά: «Δεν μπορεί, κάπου θα βρίσκεται το άλλο μου μισό και μένα». Ελπίζεις, ονειρεύεσαι, αλλά δειλά. Γιατί, φοβάσαι, δεν είσαι πια παιδί.
Μεγαλώνουμε -αχ αυτή η ενηλικίωση- κι όσο μεγαλώνουμε στερούμαστε ανθρώπους. Είτε γιατί δεν ταιριάζουν πλέον τα χνώτα μας, είτε γιατί μας τους στερούν οι συνθήκες, οι προτεραιότητες, κι έπειτα, η ζωή η ίδια. Έτσι, μαθαίνουμε ότι ο κάθε αποχωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος. Ακόμη κι όταν έχει μεταφορική έννοια, δεν παύει να μας πονά, να τον πενθούμε. Έτσι, μαθαίνουμε πως τίποτα δεν είναι πιο μόνιμο από το προσωρινό και πως πολλές φορές τα σχέδια πάνε στον βρόντο. Γινόμαστε πιο διστακτικοί, κάνουμε μικρότερα ανοίγματα, μαθαίνουμε να περιμένουμε την απογοήτευση.
Ναι, δεν είναι όλα ιδανικά και ρόδινα. Ναι, θα υπάρξουν χίλιες δυο δυσκολίες σε αυτή τη ριμάδα ενηλικίωση. Το θέμα είναι, να μπορείς να μπορείς να πορεύεσαι απολαμβάνοντας αυτές τις μικρές χαρές. Σκεπτόμενος πως, είναι το μόνο που έχεις κι αυτό, είναι τελικά και το πιο σπουδαίο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου