Ωραίο να έχεις βρει ένα ταίρι που να σε κατανοεί, που συνυπάρχετε αρμονικά. Να είναι εκεί για σένα, να είσαι εκεί γι’ αυτό. Να λιώνει για σένα, να πεθαίνει για σένα, να τα δίνει όλα για σένα, να μη φοβάται να είναι άνθρωπος ευάλωτος συναισθηματικά. Να μη θεωρεί το κλάμα από συγκίνηση ή χαρά αδυναμία. Και κλαίει. Και ξανακλαίει. Την πρώτη φορά, το βρίσκεις τρυφερό, ίσως κι αναγκαίο. Παίρνεις το ταίρι σου αγκαλιά, νιώθεις άνετα. Μπορεί να ακολουθήσει και μια απολαυστική στιγμή εγγύτητας, ή πολλές περισσότερες.
Θα έρθει και η δεύτερη φορά. Συλλογίζεσαι ότι αυτός ο άνθρωπος, σ’ αγαπάει πραγματικά και σε θέλει και καλώς ή κακώς, το δηλώνει με το κλάμα. Ok, είναι ένας τρόπος έκφρασης κι αυτός. Ακολουθεί τρίτη, τέταρτη, πέμπτη φορά και κάπου το μέτρημα χάνεται. Αρχίζεις και νιώθεις άβολα, κάτι μέσα σου σε τρώει. Μήπως κάνεις κάποιο λάθος και δημιουργείς σύγχυση στον άνθρωπό σου, ή και ταραχή. Μήπως εσύ τραυματίζεις ψυχολογικά το ταίρι σου. Μήπως έχεις κάποιο υπόλειμμα από προηγούμενη εμπειρία και το βγάζεις εντελώς άθελά σου. Άνθρωποι είμαστε εξάλλου, λάθη κάνουμε. Μήπως δεν είσαι αυτό που αξίζει; Μήπως πρέπει ν’ αρχίσεις να αμφιβάλλεις για τα συναισθήματά σου;
Είναι λογικό, όταν είσαι σε σχέση με άτομο που έχει ως γλώσσα αγάπης το κλάμα και το χρησιμοποιεί για να εκφραστεί, να αισθανθείς ενδεχομένως άβολα, καθώς δεν είναι ένδειξη αγάπης που έχουμε συνηθίσει κοινωνικά να μεταφράζουμε ως τέτοια. Οι άνθρωποι που κλαίνε όταν αισθάνονται πως κατακλύζονται από συναίσθημα, είναι κι εκείνοι που με τίποτα δε θέλουν να σε φέρουν σε δύσκολη θέση. Δεν ξέρεις όμως, τι μπορεί να έχουν τραβήξει και να μην το έχουν μοιραστεί μαζί σου, μόνο και μόνο για να μη νιώσεις άβολα. Δεν το κάνουν επίτηδες, ούτε για να τραβήξουν την προσοχή. Έχουν τη συναισθηματική νοημοσύνη ένα τσικ πιο ψηλά κι η σύνδεση με όσα αισθάνονται μεταφράζεται με δάκρυα.
Σύμφωνα με Δρ. Elaine Aron, το 15-20% του πληθυσμού είναι άτομα με συναισθηματική υπερευαισθησία. Ναι, ίσως ο άνθρωπός σου ανήκει σε αυτό το ποσοστό και δεν το ξέρει ή απλώς ζει με το χαρακτηριστικό αυτό. Κάθε άλλο παρά μειονέκτημα είναι, απλώς συχνά, άνθρωποι που ανήκουν σ’ αυτό το ποσοστό, δεν έχουν μάθει να το χρησιμοποιούν υπέρ τους. Έχουν αυξημένη αντίληψη για το τι συμβαίνει γύρω τους, ενώ η διαίσθησή τους είναι σχεδόν αλάνθαστη. Αντιλαμβάνονται τα θετικά πιο εύκολα και τα εκτιμούν πολύ περισσότερο, ακόμη κι αν η περίσταση δεν το σηκώνει. Θα βρουν τη λύση εκεί που η πίσσα του σκότους και της δυσκολίας θα τα έχει καλύψει όλα. Είναι πολύ δημιουργικοί, ενώ δεν παύουν να είναι άνθρωποι εξαιρετικά συμπονετικοί. Θα τρέξουν να βοηθήσουν, όταν όλοι οι άλλοι θα γυρίσουν την πλάτη τους.
Πάμε στο ζουμί, σ’ αυτό που μας καίει και μας τρώει. Ωραία η ανάλυση, η επεξήγηση κι όταν είσαι έξω από τον χορό καλά τα λες, όταν μπαίνεις μέσα και μένεις χωρίς να ξέρεις τα βήματα, όμως, τι κάνεις; Αντιμετωπίζεις καταστάσεις που δεν περίμενες ή τουλάχιστον τις περίμενες ελαφρώς πιο διαχειρίσιμες. Ανάσες! Γιατί, όσο κι αν θέλουμε να λέμε πως το κλάμα είναι φυσικό κι όντως είναι, είναι εντελώς ουτοπικό να θεωρούμε πως η συμπεριφορά μας δεν αλλάζει μπροστά σε κάποιον που κλαίει, είτε αν μαλώνουμε, είτε αν αγκαλιαζόμαστε, είτε είμαστε στο κρεβάτι μαζί του!
Μην το αφήσεις έτσι, μη γυρίσεις την πλάτη! Κανείς από τους δύο δε θα νιώθει καλά, στην τελική. Σε κάθε καβγά που θα ακολουθήσει και το δάκρυ θα βγει για την πορεία που είναι προγραμματισμένο να ακολουθήσει, δέξου το ως τρόπο επικοινωνίας. Ας παραδεχτείτε όσα αισθάνεστε, εναλλάξ κι ώριμα. Συζητήστε τα. Μην αφήσετε τα κλάματα να ορίσουν τη συζήτηση, όπως το ίδιο θα κάνατε και με τα γέλια. Απλώς δείτε τα ως εργαλεία.
Το άτομο που είστε μαζί, έχει επιλέξει το κλάμα για να σας μιλάει. Κι αυτό καμιά φορά φαντάζει πάνω από τις δυνάμεις σας και χρειάζεστε λίγο χρόνο, κάν’τε ένα pause σαν τη Λίλυ και τον Μάρσαλ- αν δεν ξέρεις για ποιο ζευγάρι λέω, κακώς δεν ξέρεις. Ακολουθεί η πιο προφανής κι ουσιαστική συμβουλή για κλείσιμο: Αγκαλιαστείτε. Κάποιες φορές, μια αγκαλιά, λύνει πολλά παραπάνω, ενώ εμείς τη χλευάζουμε και τολμάμε να την υποτιμούμε. Άλλωστε, είναι μια γλώσσα της αγάπης κι αυτή.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου