Όλοι μας έχουμε υποφέρει απ’ το διαβάστηκε στα social media. Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, αποζητάμε την προσοχή και θέλουμε να είναι σεβαστά κι αποδεκτά τα συναισθήματά μας, χωρίς να νιώθουμε άσχημα γι’ αυτά. Είναι κάποια μόδα το «διαβάστηκε»;
Κάπως μάθαμε να κρυβόμαστε πίσω από μια οθόνη και να νιώθουμε μια δήθεν ασφάλεια. Ασφάλεια από τι; Απ’ το να μη μας κρίνει ο άλλος και να μη μας κοροϊδέψει που μας έκανε να νιώθουμε και να θέλουμε παραπάνω; Αυτό δεν είναι το φυσιολογικό εξάλλου;
Μέχρι πριν κάποια χρόνια τα πράγματα ήταν αλλιώς. Επιδιώκαμε να βρισκόμαστε στον ίδιο χώρο με τον άνθρωπο που μάς έλκυε κι έτσι προέκυπτε μια σύνδεση πιο ρεαλιστική που μας έδινε την ευκαιρία να γνωριστούμε πέρα απ’ τις εντυπώσεις που δημιουργούν οι ψηφιακές επικοινωνίες. Τώρα δείχνουμε να είμαστε ικανοποιημένοι απ’ το bare minimum.
Το «διαβάστηκε» έχει προσφέρει στιγμές απείρου θυμού κι ο κύριος λόγος είναι ότι προκαλεί ερωτηματικό. Είναι μία μορφή απάντησης που μπορεί να σε ξενερώσει όσο δεν πάει και να σού χαλάσει όλη τη διάθεση. Σ’ αφήνει με το παράπονο και σίγουρα μ’ ένα εκατομμύριο ερωτηματικά στο κεφάλι. Υπερανάλυση μέχρι να κοιμηθεί το ανήσυχο μυαλό. Σε σφαλιαρίζει κι αισθάνεσαι ψυχρολουσία.
Πώς να αισθάνεται άραγε ο άνθρωπος που συνηθίζει να αφήνει τους άλλους στο διαβάστηκε; Νιώθουν άραγε καλά με το να αφήνουν να αιωρείται μια ασάφεια στην ατμόσφαιρα; Να προσπαθούν ν’ αποφύγουν αμήχανες συζητήσεις; Να ‘χουν τόσο αναισθητοποιηθεί απέναντι στη συμπεριφορά τους;
Σίγουρα μια τέτοια επιλογή φέρει κι ευθύνη. Πώς φτάνουμε όμως σε μια τέτοια κατάσταση;
Είναι εκείνη η στιγμή που τολμάς και πατάς αποστολή και καθώς περιμένεις αγωνιωδώς το διαβάστηκε, η καρδιά σου χτυπάει γρήγορα. Τα σκέφτεσαι όλα: τι θα απαντήσει, πώς θα αντιδράσει κι ήδη φαντάζεσαι στο μυαλό σου διάφορα σενάρια. Είσαι σε ετοιμότητα για ν’ αποδώσεις μια ολόκληρη επιστημονική θεωρία στο μήνυμά σου, -σχεδόν επιστήμη- για το πώς να κερδίσεις ένα ραντεβού.
Αν οι παλαιότερες γενιές έμαθαν πώς να χρησιμοποιούν τα social media, δε θα το πιστέψουν. Αυτό το παιχνίδι με τις διαδικτυακές επαφές έχει γίνει σχεδόν σαν επιστήμη, κι οι επικοινωνίες μετατρέπονται σ’ ένα μπερδεμένο λαβύρινθο αναμονής και παιχνιδιού. Όμως, αυτή η ευκολία να συναντήσεις έναν άνθρωπο και να τον απορρίψεις ανά πάσα στιγμή μάς έχει κάνει πιο αδιάφορους και πιο αποστασιοποιημένους στο παιχνίδι της αγάπης.
Ακόμη κι αν πρόκειται για τ’ άτομο που δεν ταιριάζουν τα χνώτα σας, νιώθεις καλά να το αφήνεις δίχως απάντηση, δημιουργώντας μέσα του ελπίδα αλλά και αρνητικά συναισθήματα; Γιατί δεν επιλέγεται ο δρόμος της ειλικρίνειας αλλά προτιμάς να είσαι ευθυνόφοβος; Στην τελική το μόνο που καταφέρνουν κάποιοι είναι να χαλούν την ψυχολογία των άλλων και κάπως έτσι αποθαρρύνεται το φλερτ και το ρομάντζο.
Είναι γνωστό απ’ την επιστήμη ότι ο ανθρώπινος νους τείνει να δημιουργεί αρνητικές εκδοχές σε κάθε κατάσταση και συχνά τις αποδέχεται αυθόρμητα. Έτσι, η ανησυχία, η ένταση κι η εκνευρισμένη διάθεση φαίνεται να είναι φυσιολογικές αντιδράσεις. Αλλά…, εδώ έρχεται το μεγάλο αλλά. Ποιος λόγος έχουμε να καταστρέφουμε την ηρεμία μας;
Το «διαβάστηκε» είναι μια κατάσταση που οι περισσότεροι δεν μπορούμε ν’ αποφύγουμε. Το χειρότερο απ’ όλα είναι, ότι οι νέες γενιές δε θα μάθουν τη χαρά του φλερτ face 2 face και τα συναισθήματα και θα τα ψάχνουν με το κιάλι αφού πλέον όλα έχουν γίνει εικονικά. Δε θα χαρούν την καψούρα και τα τυχαία αγγίγματα. Η οθόνη θα γίνει η αντανάκλαση της ψυχής τους και σίγουρα θ’ αποτελεί ένα άχρωμο κι άοσμο καταφύγιο. Το κινητό που πλέον είναι η προέκταση του χεριού μας, είναι και το μέσο για να εναποθέτουμε τ’ όποιο ερωτικό συναίσθημα νιώθουμε, χωρίς να εκτεθούμε και σίγουρα χωρίς να δείξουμε την αμηχανία μας.
Το ερώτημα είναι πώς αντιμετωπίζουμε εμείς μια τέτοια κατάσταση. Πόσο ενδιαφερόμαστε να πηγαίνουμε με τους ρυθμούς των άλλων; Πόση κατανόηση κι ανοχή εκφράζουμε, ή καλύτερα, πόση αντέχουμε να εκφράζουμε; Και τελικά, αξίζει να βυθιζόμαστε σε τοξικά μοτίβα που δε μας ανήκουν; Τέλος, μια συμβουλή θα σάς δώσω που τη θεωρώ σημαντική: «Διατηρήστε την ψυχραιμία και το μέτρο. Η ζωή πάντα μας εκπλήσσει και το κάνει με τους πιο υπέροχους τρόπους».
Επιμέλεια κειμένου: Ανδρέας Πετρόπουλος