Μερικές φορές η ζωή είναι ωραία. Κυλάει όπως πρέπει να κυλήσει, όλα είναι τακτοποιημένα και έχουν πάρει το δρόμο τους.
Και τότε συμβαίνει το αναπάντεχο. Οι τράπεζες κλείνουν, τα χρήματα λιγοστεύουν και το μέλλον φαντάζει κάπως πιο σκοτεινό…
Οι διαθέσιμες λύσεις είναι ολιγάριθμες, κι αυτές αφορούν είτε λιτότητα, σφιχτά ζωνάρια και προσπάθεια να επιβιώσεις σε ένα σύστημα μισοπεθαμένο (κατ’ ευφημισμό το πρόθεμα «μισό»), είτε φυγή, και την αβεβαιότητα του εξωτερικού.
Φυγή, τι λέξη κι αυτή.
Το ζευγάρι της ιστορίας μας δεν είχε γνωριστεί πολύ καιρό πριν ξεκινήσει το κακό, άντε να είχαν ένα, ενάμιση χρόνο νταλαβέρι. Μερικά κρεβάτια αραιά και που στην αρχή, όλο και περισσότερα στη συνέχεια, κάποια στιγμή ήρθε το πράμα κι «έδεσε».
Ενθουσιασμός που έγινε συντροφικότητα, κάβλα που έγινε αγάπη. Και ήρθαν και τα σχέδια για το μέλλον, και ήρθαν και τα όνειρα και οι προοπτικές.
Και ύστερα… οι Γερμανοί ξανάρχονται.
Και τότε, τα πράγματα άλλαξαν. Τα σχέδια μπήκαν στο ντουλάπι, τα όνειρα έμειναν στις νύχτες και οι προοπτικές έμειναν προοπτικές. «Θα το παλέψουμε μαζί» έλεγαν, με υπομονή και πίστη ο ένας στον άλλο. Θα βρούμε τρόπο, πάντα βρίσκαμε άλλωστε.
Δε νικηθήκαμε ακόμα.
Μα κάποια στιγμή ακούστηκε ένα «μπαμ» εφάμιλλο κεραυνού στις τρεις το ξημέρωμα μέσα στη σιωπή: «Το έψαξα στο εξωτερικό και βρήκα κάτι καλό…» είπε ο ένας. «Σκέφτομαι να φύγω, αλλά δε θέλω να σ’ αφήσω. Τι κάνουμε;»
Άντε ντε, τι κάνετε; Επειδή αν είναι μία φορά «μανίκι» να φύγεις έξω όταν είσαι μόνος, πόσο πιο δύσκολο, πόσο πιο δυσάρεστο μπορεί να είναι όταν γνωρίζεις ότι μία τέτοια απόφαση θα επηρεάσει και τον άνθρωπό σου;
Θα αλλάξεις δύο ζωές αντί για μία; Είναι τρομακτικό για όσους θέλουν να φύγουν, να ξέρετε. Και είναι απίστευτο φορτίο να κουβαλάς, ακόμα και μόνος σου.
(Εγώ παραδείγματος χάρη, ξέρω ότι δεν θα κουβαλήσω κανέναν εκεί που θα πάω, όταν κάποια στιγμή σύντομα σας χαιρετήσω. Δεν θα αναγκάσω κανένα να αφήσει τη ζωή του. Μα ακόμα κι έτσι δεν είναι εύκολο, trust me.)
Αρχικές σκέψεις: δεν υπάρχουν τελεσίγραφα στις σχέσεις, οπότε η ανακοίνωση δεν είναι τελεσίδικη. Τουλάχιστον όχι ακόμα.
Αλλά η δουλειά που προσφέρεται δε θα είναι διαθέσιμη για πάντα. Ο χρόνος πιέζει, κι όσο κι αν αγαπάς, πρέπει να παρθεί μία απόφαση. Θα αναγκάσεις τον άνθρωπό σου να έρθει μαζί, ακόμα κι αν δεν ήταν αυτό στην ατζέντα του;
Εκείνος που σκέφτεται να φύγει, πρέπει να γνωρίζει ότι πιθανότατα θα φύγει μόνος. Και πως όποια προσπάθεια να πείσει τον άλλο, είτε χτυπώντας τον στο συναίσθημα, είτε στη λογική, είτε στο φιλότιμο, είναι ξεκάθαρα εγκληματική.
Το πιο πιθανό βέβαια είναι να καβγαδίσουν. Ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι κάποια στιγμή να μην έχει νόημα ο καβγάς, επειδή όλο τα ίδια θα λένε. Γιατί η ιδέα έχει ριζώσει βαθιά μέσα στο μυαλό του, και το να φύγει είναι η μόνη επιλογή.
Δυστυχώς, στις περισσότερες περιπτώσεις, έχει δίκιο.
Αν, απ’ την άλλη, ο σύντροφός του δεχτεί να ακολουθήσει, εκεί θα πρέπει να πέσει πολλή σκέψη, πολλή διαπραγμάτευση. «Πού θα πάμε;», «Τι υπάρχει εκεί για μένα;», «Κι αν το διαλύσουμε, εκεί τι γίνεται;»
Δεν υπάρχει εύκολη λύση, κι αυτό είναι αξίωμα, σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Είτε εσωτερικού, είτε εξωτερικού. Θα πρέπει να μετρήσουν καλά τις δυνάμεις τους, να μετρήσουν καλά ο ένας τον άλλο, και το κατά πόσο θα αντέξουν μία νέα πραγματικότητα.
Αρκεί άραγε το «μαζί» όταν όλη η ζωή αλλάζει; Όταν πρέπει να φύγεις από όσα και όσους ξέρεις, και μάλιστα όταν δεν έχεις ιδέα του τι θα βρεις εκεί που πας;
Όταν κάθε επιλογή είναι ρίσκο, ο μόνος δρόμος είναι το πείσμα πως θα τα καταφέρεις, και η πίστη του ενός στον άλλο. Όταν πρέπει ο ένας να φύγει, ο άλλος δεν πρέπει να τον αφήσει μόνο, αντιμέτωπο με τις επιλογές του.
Όχι να τον περιορίσει, όχι να του απαγορέψει να προσπαθήσει για κάτι καλύτερο. Αλλά να τον υποστηρίξει, και να δεχτεί τους φόβους και τις ανησυχίες του. Να του δείξει ότι και στα δύσκολα θα είναι εκεί.
Κι αν είναι τόσο βάσιμοι οι λόγοι της φυγής του, τότε ναι, να τον αφήσει να φύγει και να πάει να αναζητήσει αλλού τη ζωή. Και αν είναι τόσο δυνατό αυτό που έχουν, δε θα χαθεί. Είτε τον ακολουθήσει εκεί όπου πηγαίνει, είτε όχι.