Είναι χρόνια τώρα που κάτι φαίνεται να έχει αλλάξει.
Συγχωρήστε με που μπορεί οι πεποιθήσεις μου να είναι λάθος ή κόντρα με τις δικές σας, αλλά εγώ δεν το έμαθα έτσι, αλλιώς το γνώριζα το «μεταξύ μας» νταλαβέρι.
Ο κόσμος τριγύρω αγαπάει τώρα πιο πολύ από μακριά, μέσα από καλώδια, οθόνες και κόκκινες ειδοποιήσεις.
Περιμένει με λαχτάρα μικρού παιδιού που έμεινε ξάγρυπνο να δει τον Αη Βασίλη το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, το επόμενο «μπιπ» και ελπίζει αυτήν τη φορά να είναι από το «σωστό άτομο».
Αλλά δεν είναι. (Έχει μελετηθεί ότι το συναίσθημα που βιώνει κάποιος όταν δέχεται ένα τέτοιο ερέθισμα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι τόσο θετικό που μπορεί να οδηγήσει σε εθισμό.)
Αισθάνεται με ηλεκτρονικά πανό που απευθύνονται σε κάποιον που ποσώς ενδιαφέρεται, εκφράζεται με απονενοημένα αλκοολικά διαβήματα σε σκοτεινά μπουζούκια.
Αγαπάει πιο πολύ την εικόνα που φτιάχνει για τον άλλον, παρά τον ίδιο τον άλλο.
Προσπαθεί περισσότερο πλέον να δώσει δραματικότητα στην ιστορία του, με αποτέλεσμα να χάνει το ζουμί. Φουσκώνει μέσα στο μυαλό του τον άλλο, του διορθώνει τα κακώς κείμενα, τον κάνει ιδανικό.
Και το χειρότερο, ανάμεσα σ’ εκείνους που εκφράζουν τα συναισθήματά τους και σ’ εκείνους που μένουν παγερά αδιάφοροι, επιλέγει χωρίς πολλή σκέψη το δεύτερο.
Γιατί όμως αυτό; Τι είναι αυτό που φοβίζει τον κόσμο και τον αναγκάζει να φέρεται με μειωμένη συναισθηματική γνησιότητα;
Η προσωπική μου άποψη;
Πρώτον, είναι λογικό να χάνεις το ενδιαφέρον σου όταν ο άλλος εκφράσει τα συναισθήματά του, επειδή δεν έχεις ίσως κάτι άλλο να κερδίσεις από εκείνον (ωμό, δε λέω, αλλά δυστυχώς σε αρκετές περιπτώσεις ισχύει).
Πέρα όμως από αυτό, έχουμε μάθει, ή μάλλον μας έχουν μάθει (λανθασμένα), ότι η έκφραση είναι αδυναμία και πως εκείνος που μένει αδιάφορος απένταντί μας είναι πιο αρεστός, πιο κατάλληλος.
Έχουμε χτίσει τέτοιες άμυνες κόντρα στα δικά μας συναισθήματα, που η έκφρασή τους από κάποιον άλλο είναι επίθεση στον ίδιο μας τον εαυτό.
Και δεν μας αρέσει να μας επιτίθενται, έτσι δεν είναι;
Αλλά δε μ’ ενδιαφέρει ουσιαστικά να το εξηγήσω. Δεν έχει νόημα άλλωστε.
Να εκφράσω κάτι θέλω. Σ’ εκείνους που ακόμα φοβούνται να ακούσουν το αυτονόητο και τρέχουν σα να τους έβαλαν όπλο στον κρόταφο. Το ξέρω πολύ καλά το feeling, το έχω βιώσει κι εγώ.
Και κατάλαβα αργότερα, πόσο επικίνδυνο είναι.
Αφήστε μας λοιπόν να σας πούμε αυτά που θέλουμε και μην μας κρίνετε εκ των προτέρων για τα αποτελέσματα.
Μην βάζετε μπροστά το παρελθόν, μόνο κακό σας έχει κάνει μέχρι τώρα. Γι αυτό και πρέπει να παραμείνει εκεί ακριβώς που είναι.
Δε θα σας υποσχεθούμε ότι θα είμαστε καλύτεροι, όπως και δεν μπορούμε να σας εγγυηθούμε ότι δε θα είμαστε το χειρότερο κακό που μπορεί να σας συμβεί.
Αλλά αφήστε μας να σας τα πούμε γαμώτο, επειδή δεν πρέπει να παραμείνουν άλλο ανάμεσά σε μας και σε σας. Μας πνίγουν και δε μας αφήνουν να είμαστε γνήσιοι, δε μας αφήνουν να είμαστε σωστοί και αληθινοί.
Ξέρετε πόσο βαρύ είναι να έχει πειστεί κανείς ότι εκείνα που έχει να προσφέρει δεν πρέπει να τα δείχνει σχεδόν ποτέ;
Πόσο άσχημο είναι ν’ αρχίσει να συνηθίζει στην άμυνά του, εκείνη τον κάνει να αισθάνεται πιο ευτυχισμένο (τρόπος του λέγειν) από το να ήταν αυθεντικός;
Σε σας μιλάω και γυναίκες κι άντρες, που έχετε αναγάγει το σταρχιδισμό σε γοητεία.
Που θα κοιτάξετε με καχυποψία τηλεοπτικού ντετέκτιβ το άτομο που θα σας πει ότι σας γουστάρει.
Σε σας που έχετε βάλει σε κλουβιά το συναισθηματισμό σας και δεν τολμάτε να τον βγάλετε ούτε βόλτα.
Σε σας που, ενώ ψάχνετε τόσο μανιωδώς το συναίσθημα των άλλων, τους λατρεύετε όσο σας φτύνουν. Τι κρίμα που βοηθάτε αυτές τις συμπεριφορές να αναπαραχθούν!
Κοιτάξτε λίγο καλύτερα τριγύρω σας λοιπόν, πριν παραπονεθείτε.
Να ωριμάσουμε κάποια στιγμή και να κατανοήσουμε τις ανάγκες μας, οι οποίες πολλές φορές είναι σε συνάρτηση με εκείνες των άλλων και φυσικά να αντιληφθούμε ότι δεν υπάρχει τίποτα κακό στην έκφραση των συναισθημάτων μας και την αποδοχή των άλλων.
Διαφορετικά, γιατί εξ αρχής να τα έχουμε;