Αυτό είναι από εκείνα τα συρτάρια τα οποία δεν ανοίγω ποτέ. Επειδή φοβάμαι το τι θα νιώσω όταν ανοίξουν.
Δεν ήμουν πάντοτε έτσι, είναι εύκολο να το καταλάβει, κανείς ειδικά εάν και εφόσον με γνωρίσει. Έχω υπάρξει και εγώ πρωταγωνιστής σε ιστορίες ρομαντισμού και ονειροπόλησης, άγχους για το αν θα έρθει απάντηση στο μήνυμά μου και φυσικά τι είδους θα ήταν αυτή η απάντηση.
Έχω πρωταγωνιστήσει δυστυχώς ή ευτυχώς, σε μια πολύ ιδιαίτερη ιστορία. Μια γλυκόπικρη ιστορία που θα μπορούσε να γίνει σενάριο και ο κόσμος να αναρωτιέται «Που σκατά τα σκέφτονται όλα αυτά;»
Δεν έχει σημασία το πώς γνωριστήκαμε. Ούτε καν το πότε. Το θέμα είναι ότι εγώ ήμουν μικρός, και ακόμα έβλεπα τον κόσμο όμορφο και έτοιμο να με διδάξει. Όχι να με διαλύσει.
Από την αρχή αρέσαμε ο ένας στον άλλο. Δεν υπήρχε λόγος να κρυφτεί αυτό. Ούτε και τρόπος. Ακόμα και όταν είχα διαπιστώσει ότι δεν είχα φτάσει πρώτος, δεν αισθάνθηκα άσχημα, επειδή το μόνο που με ένοιαζε ήταν να είμαι και εγώ εκεί.
Κάπου εκεί κοντά, στις σκιές. Να προσφέρω αυτά που οι άλλοι δεν ήθελαν, δεν είχαν ή δεν νοιάζονταν να σου προσφέρουν. Να πιστεύω ότι είναι καθήκον μου να προσπαθώ.
Βράδυ. Τσιγάρο, φλερτ από απόσταση, μέσα από άψυχες οθόνες και ανταλλαγή τραγουδιών με ιδιαίτερα νοήματα. «Να φύγω μακριά», έλεγες, «Να σε πάω εγώ», σκεφτόμουν.
Να στύβω το μυαλό μου να σε κάνω να χαμογελάσεις. Να βάζω το σαράκι που μου τρώει το στήθος για ύπνο, ενώ σε διαβάζω να γελάς. Να γελάς!
Να σε κάνω να γελάσεις και ας ήταν το τελευταίο που θα έκανα.
Από την αρχή είχα κάνει μια σιωπηλή συμφωνία με τον εαυτό μου. Μια οδυνηρή συμφωνία, ότι θα έμενα κοντά και μακριά, κρύο και ζέστη, μέχρι να ράγιζε το σώμα ή το πνεύμα μου.
Αλλά θα έκανα και εγώ τη δική μου προσπάθεια, τι δική μου ζωή. Δύσκολα ίσως. Αλλά τι άλλη επιλογή είχα;
Και αυτό δούλεψε. Τουλάχιστον μετά από καιρό, όταν και εγώ είχα αρχίσει να επιτρέπω και σε άλλους ανθρώπους να πλησιάσουν. Όταν μου αρκούσε απλά να σε βλέπω ευτυχισμένη και ας μην ήμουν εγώ η πηγή εκείνης της ευτυχίας.
Στην ταινία βάζουν ένα μοντάζ εδώ, δείχνοντας τον καιρό που περνάει (όπως η σκηνή με τον Hugh Grant να περπατάει στην υπαίθρια αγορά έξω από το Notting Hill, καθώς περνάνε οι εποχές) με κάποιο τραγούδι που σου σφίγγει τα σωθικά. Κατά προτίμηση κάτι σε David Grey.
Μέχρι την επόμενη σκηνή. Όπου και κάτι αλλάζει και όλα τα αλλάζει.
«Πρέπει να μιλήσουμε.» Τι να πούμε ρε παιδιά; Αφού τα ‘χουμε πει.
Εσύ εκεί που είσαι, εγώ εδώ που είμαι. Δεν σε πιέζω, κάνε τη ζωή σου. Εμένα με νοιάζει να είσαι καλά. Τι άλλο να κάνω;
«Σε θέλω.» Κόκκαλο ο δικός σου. Παρντόν; Τι θέλεις; Εμένα; Και εμένα; Μόνο εμένα;
«Δεν ξέρω τι να κάνω. Πες κάτι!» Τι να πω, με καθάρισες.
«Εγώ είχα κάνει τα κουμάντα μου. Τα είχα βρει με τον εαυτό μου. Ήξερα ότι θα έπρεπε να είμαστε έτσι όπως είμαστε και είχα σβήσει τις όποιες ελπίδες είχα.»
Και τι κάνουμε τώρα;
Δεύτερο μοντάζ.
Μια απόφαση έδωσε νέα τροπή στην ιστορία και στη ζωή μου. Το «σε θέλω» έγινε «σε επιλέγω». Δεν το αμφισβήτησα. Δε με ένοιαζαν οι λόγοι. Ήταν το μόνο που ήθελα.
Δεν με ένοιαζε τίποτα άλλο, ούτε οικογένεια, ούτε σχολή, ούτε φίλοι. Σαν ψέμα μου φάνηκε. Άφησα τα γεγονότα να συμβούν χωρίς να τα ελέγξω, το παραδέχομαι.
Αλλά έτσι δεν έπρεπε; Έτσι δεν λένε όλοι ότι θέλουν να ερωτευτούν; Χωρίς έλεγχο;
Να τους κόβεται η ανάσα δεν θέλουν;
Εβδομάδες, κάτι μήνες ίσως. Τόσο άντεξε η «τροπή». Ντροπή ίσως. Τι σημασία έχει τώρα.
Χαθήκαμε από ανοησία, από ανωριμότητα, από φόβο. Χάσαμε από ασυνεννοησία.
«Τι περίμενες παραπάνω;», τα τελευταία πικρά λόγια από έναν άνθρωπο που είχε δεχτεί κάθε πιθανής μορφής αγάπη, κάθε δυνατή περιποίηση. Εγκλημάτησα, βλέπετε, που έκανα όσα έκανα.
Πόσα βράδια έπρηξα συγγενείς, γνωστούς και φίλους, πόσες φορές γκρίνιαξα που «ήμουν ο τέλειος, ο σωστός, αλλά δεν ήταν αρκετό»; Άπειρα, πράγματι.
Σιωπή, η δική μου απάντηση. Και ένα ήρεμο κλείσιμο της πόρτας, επειδή ούτε τότε ήθελα να σε πληγώσω.
Ούτε δάκρυα. Όχι εκείνη την ώρα τουλάχιστον. Είχα χρόνο γι’ αυτά.
Δεν έμεινα έτσι, φυσικά. Άλλαξα πορεία, άλλαξα ζωή, έμαθα να αγαπάω τον εαυτό μου, και γι αυτό σε ευχαριστώ.
Ναι, σ’ ευχαριστώ. Επειδή ήρθες και με έκανες να πιστέψω ότι μπορώ και εγώ να αισθανθώ.
Αλλά κυρίως επειδή έφυγες και με έκανες να πιστέψω ξανά στον εαυτό μου.
Ώρα καλή, λοιπόν.
Κι ας μη μου ξανακοπεί ποτέ η ανάσα με τον ίδιο τρόπο.