Ξέρετε ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε έναν έξυπνο άνθρωπο; Να θεωρεί ότι τα ξέρει όλα, να πορεύεται στη ζωή με τη μαλακισμένη, στείρα πεποίθηση ότι «το’ χει», και πως όλα όσα δεν ξέρει είτε δεν ισχύουν, είτε δεν έχουν σημασία.
Και φυσικά, να θεωρεί «εξωγήινη» την άποψη των άλλων, ειδικά όταν εκείνη πηγαίνει κόντρα στα δικά του δεδομένα.
Έτσι κι εγώ, ο γνώστης, ο πάνσοφος στα τριάντα, ο πανεπιστήμων και περήφανος φιλόσοφος – φραπεδοφόρος, θεωρούσα ότι ήξερα τα πάντα.
Παπάρια. Επειδή ναι μεν ήξερα πολλά, ναι μεν σκεφτόμουν, έκρινα και φίλτραρα, αλλά ρε παιδιά, κάτι υπήρχε που δεν το είχα μάθει: δεν είχα μάθει τι σημαίνει το να αισθάνεσαι πράγματα. Μονάχος μου μάθαινα, μονάχος μου πορευόμουν, στον εαυτό μου βασιζόμουν για να καταλάβω «τι παίζει».
Κλασικά, βγήκα λάθος, αλλά τι να κάνεις, «γηράσκεις αεί διδασκόμενος» λένε.
Δεν είχα μάθει τι σήμαινε να σου μαθαίνει πράγματα και κάποιος άλλος. Να διδάσκεσαι από έναν άλλο άνθρωπο, και μάλιστα τον άνθρωπο που είναι δίπλα σου. Και να το δέχεσαι χωρίς να θεωρείς ότι σου επιτίθενται για να σε φάνε!
Και εξηγούμαι. Δεν φαντάζεστε πόσο δύσκολο είναι για έναν άνθρωπο που θεωρεί ότι τα ξέρει όλα (ή τουλάχιστον ότι έχει αυτάρκεια σε μεγάλο βαθμό) να αφήσει κάποιον άλλο να τον διδάξει. Ειδικά στην αρχή, θα πλακωθούν σαν τα σκυλιά.
Μην παραξενεύεστε όσοι και όσες προσπαθείτε να δείτε τα πράγματα από την οπτική του άλλου και αποτυγχάνετε (με φυσικό επακόλουθο να πέφτουν καντήλια). Κάποτε έρχεται η στιγμή όπου ο ένας αφήνεται στον άλλο, και σε όσα εκείνος έχει να προσφέρει.
Άλλοτε νωρίτερα, άλλοτε αργότερα, καμιά φορά δυστυχώς και καθόλου.
Και αφού μιλάμε για όσα ζούμε με τον άλλο, όσα μας μαθαίνει η σχέση μαζί του και για το πόσο μας αλλάζει, ας παίξουμε με το κλασικό «πριν και μετά», που τόσο ξέρουμε και αγαπάμε.
«Πριν σε γνωρίσω», που λέει και το άσμα, είχα ζήσει πολλά ωραία πράγματα. Έβγαινα, έπινα, είχα την ανεξαρτησία μου, ήμουν γενικά σε μία ωραία κατάσταση. Ζούσα ρε παιδί μου όπως γούσταρα! Μάθαινα τη ζωή και τον κόσμο όπως μου κάπνιζε, χωρίς όρους και κατευθύνσεις, χωρίς να σκέφτομαι ότι κάπου έχω να δώσω λογαριασμό.
Δε χρειαζόταν να στέλνω μηνύματα, δε χρειαζόταν να μιλάω με τις ώρες σε τηλέφωνα και ιντερνέτ, δε χρειαζόταν να σκέφτομαι πού θα πάω, με ποιους, τι θα πιω και τι ώρα θα γυρίσω. (Όχι ότι και τώρα δεν τα κάνω αυτά, παρεμπιπτόντως, αλλά άντε να με έπειθες τότε…)
Θεωρητικά απελευθερωμένος από όσα κάποτε νόμιζα ότι θα με κρατούσαν πίσω, σα σιδερένια μπάλα στο πόδι του Τζόε Ντάλτον. Αλλά όπως κάθε τι στη ζωή, έτσι κι εκείνη η φάση έχει το τέλος της.
Όταν σε πρωτογνώρισα είχα την αίσθηση ότι δε θα τα πηγαίναμε καλά. Αργότερα απέκτησα και τη βεβαιότητα. Βλέπεις, πόσο καλά να τα πας με κάποιον το ίδιο ισχυρογνώμονα με σένα;
Που έχει δική του υπόσταση, και μπορεί να σου βγάλει τις παρωπίδες και να σε πάει κάπου που δε θέλεις να πας, καθώς είσαι ασφαλής στο δικό σου το δρόμο, που σ’ έχει χρόνια διαλέξει; Που είναι ίσως η μοναδική σου ελπίδα να μάθεις τι άλλο υπάρχει εκεί έξω, έξω απ’ το δικό σου ασφαλές κουτάκι;
Αλλά είχες τον τρόπο σου, άτιμη. Με έβαλες σε τριπάκι άλλο, διαφορετικό απ’ το δικό μου, πιο ελεύθερο και ανεξάρτητο. Τι να κάνω, μετά απ’ τις αρχικές μου νευρόσπαστες αντιδράσεις, σε άφησα να μου δείξεις την «πραμάτεια» σου. Kαι καλά έκανα.
Τι έμαθα από σένα, αναρωτιέσαι. Πόσα με δίδαξες; Πόσους τοίχους έριξες στο τετράγωνο, συναισθηματικά οχυρωμένο, ταραχώδες μυαλό μου; Δε φαντάζεσαι.
Επειδή έμαθα να βλέπω τα πράγματα από τη δική σου πλευρά, και όχι μόνο. Επειδή έμαθα ότι η λογική είναι καλή, αλλά το να ξέρεις τι σκατά νιώθεις, μετράει περισσότερο.
Επειδή έμαθα πώς είναι να ζεις με έναν άνθρωπο ακόμα, με έναν εγωισμό ακόμα, με ένα μυαλό ακόμα, να σου πάει κόντρα, να φουσκώνει αλλά και να ακονίζει το δικό σου.
Επειδή βγήκα απ’ το καβούκι μου, και έκανα αυτά για τα οποία έλεγα ότι «έλα μωρέ, κι αύριο μέρα είναι». Δεν είναι, παιδιά. Άμα τα αφήσεις, θα σ’ αφήσουν, και δυστυχώς, δε σε παίρνει.
Επειδή έζησα όπως εκείνοι που άλλοτε κορόιδευα, και συνειδητοποίησα κάτι αφοπλιστικά απλό: πόσα χάνεις επιλέγοντας εσύ ο ίδιος να τα χάσεις. Δε θα πω ότι είναι εύκολο, βέβαια. Δε θα πω ότι είναι απλό.
Είναι όπως προείπα χαρακτηριστικά δύσκολο να αφεθείς στον άλλο άνθρωπο και στα όσα μπορείς να ζήσεις μαζί του. Αλλά είναι μία ζωή ακόμα που μπορείς να ζήσεις, έξω από τα στενά πλαίσια του «εγώ» σου.
Είναι περισσότερα. Εσύ, εκεί έξω, που το διαβάζεις αυτό. Πάρε το παράδειγμά μου. Ψαξ’ το…