Είναι μεγάλο μανίκι όταν τα συναισθήματα κάνουν κουμάντο. Είναι απλά εκεί, και δίνουν διαταγές, χωρίς δεύτερη σκέψη ή ανησυχία για το ποιόν μπορεί να πάρει η μπάλα.

Και τώρα η μπάλα απειλεί να πάρει εμένα, τον κολλητό μου, και τη σχέση του. Δεν σοκάρομαι. Απλά συνέβη. Μα τώρα πρέπει να πάρω μία απόφαση, που όμοιά της δεν έχω ξαναπάρει.

Γνωριζόμαστε από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, έχουμε περάσει μαζί χαρά, πόνο, γέλιο και δάκρυ. Μόνο αδέρφια δεν είμαστε, αλλά τι σημασία έχει;

Πολλές φορές μαλώσαμε, ελάχιστες στα σοβαρά. Ίσως τότε που ήθελα να «χτυπήσω» τατουάζ με το όνομα της τότε γκόμενάς μου με την οποία τράβαγα καψούρα, κι εκείνος με συνέφερε πριν την κάνω τη μαλακία.

Ίσως τότε που εκείνος ήθελε να οδηγήσει τύφλα στο μεθύσι κι εγώ του είχα πάρει τα κλειδιά, και τα’ ψαχνε για ώρες μες το μαγαζί βρίζοντας θεούς και δαίμονες.

Ίσως τότε που ήμουν στο στρατό και με φώναζε «ψάρι» και «νέωπα», καθώς εκείνος είχε απολυθεί νωρίτερα, και ήταν πια «ο παλιός». Και οδηγούσε για ώρες για να’ ρθει να με δει και να καφριλιάσουμε, επειδή κόντευα να χάσω το μυαλό μου απ’ το «πήξιμο».

Τα σκέφτομαι αυτά τώρα και σφίγγεται το στομάχι μου, επειδή δεν ξεχνιούνται εκείνες οι ώρες. Δεν ξεχνιούνται όσα περάσαμε.

Αλλά έπρεπε να πάει και να γνωρίσει εκείνη! Ή μάλλον, καλύτερα, έπρεπε να τύχει σε εκείνον, και όχι σε μένα.

Και έπρεπε να μου τη δείξει, επειδή έπρεπε να πάρει τη συγκατάθεσή μου. Έπρεπε να δει την έκφραση στο πρόσωπό μου, να καταλάβει ότι εγκρίνω, ότι χαίρομαι για εκείνον. «Τι λες; Νομίζω ότι την έχω πατήσει, αδερφέ.»

Επειδή είχε περάσει πολύς καιρός, και είχα κι εγώ καταλάβει το πόσο μόνος αισθανόταν. Ήξερα ότι ήταν αναγκαίο να ξαναβρεί έναν άνθρωπο να αγαπήσει, και φαινόταν εκείνη τη στιγμή ότι εκείνη ήταν το κατάλληλο πρόσωπο.

Πώς την πάτησα έτσι;

Πού να βρω το κουράγιο να του πω τι αισθάνθηκα την πρώτη φορά που είδα εκείνη τη φωτογραφία της; Πού να χτίσω την αυτοπεποίθηση να σφίξω απλά το χέρι της εκείνο το βράδυ που μου την πρωτογνώρισε; Ο «αδερφός» μου φαινόταν ευτυχισμένος, ενώ εγώ καιγόμουν όταν την έβλεπα να τον κοιτάει στα μάτια και να τον αγκαλιάζει σαν πεντάχρονο παιδί με το αγαπημένο του λούτρινο.

Και όταν εκείνος την κοιτούσε και τα μάτια του έλαμπαν, και μετά κοιτούσε εμένα και μου’ κλεινε το μάτι – τι αίσθημα κι εκείνο! Να σφίγγω τις γροθιές μου, να ξυπνάει το ένστικτο του κυνηγού μέσα μου, και –το χειρότερo– ο φίλος μου να φαντάζει εχθρός…

«Τι κάνουμε τώρα;», αναρωτιέμαι. Πώς χειρίζομαι το συναίσθημα αυτό; Πώς μπορώ να είμαι αληθινός με μένα, αλλά και με εκείνον; Πώς θα μπορέσει να με εμπιστευτεί ξανά;

Και το χειρότερο; Πώς να πω στον εαυτό μου ότι δεν μπορώ να το έχω αυτό; Πώς να πειστώ ότι δεν είναι για μένα αυτό το συναίσθημα, αυτή η ευτυχία που εκείνος αισθάνεται;

Εγωισμός; Σίγουρα. Ποιος είμαι εγώ να μην με πιάνει ο εγωισμός; Ποιος είναι εκείνος που βρήκε την ευτυχία μα εγώ δεν μπορώ; Πνίγομαι, βγαίνω απ’ το μαγαζί για να κάνω ένα τσιγάρο.

Θα τον κάνω πέρα για λίγο, οκ. Λογικό να τους δώσω λίγο χώρο, καινούριο ζευγάρι είναι. Αλλά θα περάσει ο καιρός. Μα εμένα δεν θα μου περάσει το κόλλημα, επειδή κόλλημα ελπίζω να είναι. Πρέπει να είναι. Για το καλό μου.

Θα προσπαθώ να βλέπω μόνο τον κολλητό, και θα αποφεύγω να κάνω παρέα και με εκείνη. Αλλά κάποια στιγμή θα το καταλάβει ότι έχω θέμα μαζί της, και εκεί τι θα πω; Είναι κομμάτι της ζωής του πλέον, και άρα και της δικής μου.

Και με τρελαίνει αυτό. Αναρωτιέμαι γιατί να είναι στη ζωή μου εκείνη, ως σχέση του φίλου μου, μα όχι δική μου. Καμία άλλη δεν μου κάνει αίσθηση, και καταλήγω σχεδόν να τη μισώ. Φτάνω σε σημείο να εύχομαι να μην την είχε γνωρίσει ποτέ, για να αποφύγω τον πόνο αυτό. Θα’ ταν πιο εύκολο έτσι.

Και να ξαναγίνονταν τα πράγματα όπως ήταν πριν.

Αλλά δε γίνεται πλέον. Ξέρω πια ότι η  σχέση με τον κολλητό μου δεν θα είναι η ίδια. Τουλάχιστον εγώ θα γνωρίζω τι αισθάνομαι, τι έχω έστω και για λίγο αισθανθεί, και δεν θα τον κοιτάω στα μάτια με τον ίδιο τρόπο ποτέ ξανά.

Το δίλημμα; Κάνω το κορόιδο και θάβω τα συναισθήματά μου, ή επιλέγω να εκφράσω αυτό που θέλω, με κίνδυνο να τα κάνω όλα σκατά. Επειδή η σχέση μεταξύ κολλητών είναι ιερή, μα εγώ διέπραξα, χωρίς να φταίω, μία από τις ύψιστες ιεροσυλίες.

Τα μετράω καλά μέσα μου και δεν μιλάω. Κάνω κουράγιο και δίνω χρόνο στον εαυτό μου. Η ζωή καμιά φορά μπορεί να γίνει μεγάλη σκύλα, αλλά δεν θα πτοηθώ. Και φυσικά δεν θα κάνω κακό στον αδερφό μου.

Είναι σημαντική η ευτυχία του, και δεν έχω κανένα δικαίωμα να τη χαλάσω, όσο κι αν αυτό πονέσει. Και δε θα το μάθει ποτέ. 

 

 

Συντάκτης: Σπύρος Θεοδώρου