Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι η ζεστασιά του βλέμματος του συντρόφου μας, το χαμόγελο της κοπέλας μου θα μας φτιάξει τον πρώτο μας καφέ μέσα στη μέρα, το ευγενικό ύφος του συναδέλφου μας στο γραφείο, η δύναμη της χειραψίας που θα κάνεις με το αφεντικό σου, η κλίση του κεφαλιού και του σώματος που έχει ο φίλος σου όταν συζητάτε, η διάρκεια του αγγίγματος του παιδιού σου, ίσως να έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από τα ίδια τα λόγια που ίσως να σου έλεγαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι μέσα σε μια μέρα;
Η πολυσυζητημένη, λοιπόν, κυρίως τα τελευταία χρόνια, Γλώσσα του Σώματος, έχει να κάνει με τον τρόπο που χρησιμοποιούμε, με σκοπό να στείλουμε μηνύματα σε αυτούς που έχουμε απέναντί μας, με χειρονομίες, κινήσεις του σώματος και εκφράσεις του προσώπου, οι οποίες βέβαια άλλες φορές γίνονται συνειδητά και άλλες ασυνείδητα. Επίσης, έχει άμεση σχέση με την εμφάνιση, τον προσωπικό χώρο που έχει ανάγκη ο καθένας μας, το βλέμμα μας, καθώς και με την αντίδρασή μας στη σωματική επαφή.
Οι ψυχολόγοι τονίζουν ότι η μη λεκτική επικοινωνία έχει τη δύναμη να κερδίζει τις πρώτες εντυπώσεις, να «σπάει» τον πάγο ή να σηκώνει τείχη αδιαφορίας ως προς το συνομιλητή μας, να προκαλεί οικειότητα και ζεστασιά, να γοητεύει, να σαγηνεύει, δημιουργώντας έτσι συναισθήματα αποδοχής, ανυπομονησίας, ή θυμού και αγανάκτησης. Άλλωστε, έρευνες έχουν δείξει ότι όταν αυτά που ακούμε, δεν έρχονται σε συμφωνία με τα σιωπηρά σήματα που μας στέλνει ο απέναντί μας, τότε τείνουμε να βασιζόμαστε κατά κύριο λόγο στα μη εμφανή μηνύματα που λαμβάνουμε, για να βγάλουμε μια εκτίμηση των σκέψεων του ή ακόμη και να καταλήξουμε αν θα τον συμπαθήσουμε ή θα τον αντιπαθήσουμε.
Επίσης, είναι σημαντικό να πούμε εδώ ότι οι κοινωνικοί ψυχολόγοι στις μέρες μας, διακρίνουν τρεις βασικές κατηγορίες μη λεκτικής επικοινωνίας. Μια κατηγορία αφορά τις σωματικές κινήσεις, τις εκφράσεις δηλαδή του προσώπου, τις χειρονομίες, τη στάση του σώματος, τις κινήσεις των ματιών, η άλλη είναι η λεγόμενη «παραγλώσσα», και περιλαμβάνει την ποιότητα και το τονικό ύψος της φωνής, τον αριθμό και τη διάρκεια των παύσεων και διάφορους μη λεκτικούς ήχους, ακόμη και το «εεε» που λέει κάποιος κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, ενώ υπάρχει και η «σημειολογία της απόστασης», δηλαδή η χρήση του προσωπικού χώρου κάποιου. Εμείς, θα αναλύσουμε περισσότερο τις σωματικές κινήσεις και ιδιαίτερα την ένταση και την κατεύθυνση του ανθρώπινου βλέμματος.
Πράγματι, αυτά τα δύο στοιχεία, στέλνουν καθοριστικά μηνύματα για την κυριαρχία στην ανθρώπινη επικοινωνία. Το παιχνίδι του βλέμματος λοιπόν καθημερινά όλοι μας το παίζουμε με τα παιδιά μας, με τους φίλους μας, με τους γονείς μας, τους ανωτέρους και τους υφισταμένους μας, όταν μιλάμε με έναν υπάλληλο καταστήματος ή ακόμη και με αγνώστους που θα βρεθούμε στο τραίνο ή στο δρόμο. Ασυνείδητα, έχουμε την έμφυτη ικανότητα να προσαρμόζουμε αυτόματα το χρονικό διάστημα που κρατάμε το βλέμμα μας προσηλωμένο στα μάτια του άλλου, ανάλογα με τη διαφορά της κοινωνικής μας θέσης. Είναι κάτι που γίνεται μηχανικά, χωρίς να το συνειδητοποιούμε. Οι ειδικοί μας λένε ότι όλα κρίνονται από το πώς προσαρμόζουμε τη συμπεριφορά μας από τον ρόλο του ακροατή στον ρόλο του ομιλητή και έχουν καταφέρει να χαρακτηρίσουν αυτή τη συμπεριφορά με ένα μοναδικό ποσοτικό μέτρο.
Όταν πάρουμε το ποσοστό του χρόνου το οποίο κοιτάζουμε ένα άτομο στα μάτια ενώ του μιλάμε και το διαιρέσουμε με το ποσοστό του χρόνου κατά το οποίο κοιτάζουμε τον ίδιο άνθρωπο στα μάτια ενώ τον ακούμε, θα πάρουμε ένα σπουδαίο και συνάμα εντυπωσιακό στατιστικό μέγεθος που ονομάζεται «αναλογία οπτικής κυριαρχίας». Πρόκειται για ένα νούμερο το οποίο δείχνει τη θέση μας στην ιεραρχία της κοινωνικής κυριαρχίας σε σχέση με τον συνομιλητή μας. Αν αυτό είναι κοντά στο 1,0 ή παραπάνω, τότε μιλάμε για ανθρώπους με σχετικά υψηλή κοινωνική κυριαρχία, ενώ αν είναι κάτω από 1,0 υποδηλώνει χαμηλότερη θέση στην ιεραρχία της κυριαρχίας.
Αυτό βέβαια μπορεί να σου ακούγεται παράξενο, καθώς κάποιοι από εμάς προτιμούμε να τους κοιτάζουμε όλους στα μάτια, ενώ άλλοι συνηθίζουμε να κοιτάμε πάντα κάπου αλλού, είτε μιλάμε στο διευθυντή μας είτε στους φίλους μας, είτε στον υπάλληλο της τράπεζας. Έρευνες έχουν δείξει ότι αυτή η βλεμματική μας συμπεριφορά όχι μόνο γίνεται συχνά, αλλά οι άνθρωποι τείνουν να επιδίδονται σε αυτή με μεγάλη συνέπεια και αριθμητική ακρίβεια. Για παράδειγμα, βρέθηκε ότι προπτυχιακοί φοιτητές σε ένα εισαγωγικό μάθημα ψυχολογίας έφταναν το 0,92 στην αναλογία οπτικής κυριαρχίας, όταν μιλούσαν σε κάποιον που πίστευαν πως ήταν τελειόφοιτος λυκείου και δε σκόπευε να πάει στο κολέγιο, αλλά πήγαιναν στην τιμή 0,59, όταν μιλούσαν σε κάποιον που πίστευαν ότι είχε αποφοιτήσει με άριστα στη χημεία και είχε γίνει δεκτός σε μια υψηλόβαθμη ιατρική σχολή. Επίσης, βρέθηκε ότι άντρες-ειδικοί που μιλούσαν σε γυναίκες για ένα θέμα του δικού τους τομέα παρουσίαζαν δείκτη 0,98, ενώ άντρες που μιλούσαν σε γυναίκες-ειδικούς σχετικά με θέμα του τομέα της γυναίκας είχαν τιμή μόλις 0,61.
Ίσως τελικά, εμείς οι άνθρωποι, να είμαστε μια μυστηριώδης αποθήκη πληροφοριών σε ό,τι αφορά τα μη λεκτικά σήματα που εκπέμπουμε στο περιβάλλον μας. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι οι ειδικοί μας λένε ξανά και ξανά ότι η γλώσσα του σώματός μας αντιπροσωπεύει το 55% του μηνύματος που στέλνουμε, μόνο το 7% είναι η λεκτική επικοινωνία, ενώ το 38% έχει να κάνει με την ένταση της φωνής μας (χρωματισμός, τόνος, χροιά).
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου