«Το τέλειο ζευγάρι υπάρχει μόνο στα παπούτσια και τις κάλτσες», λέει ένα ρητό. Έτσι, δε θα έπρεπε να ανησυχούμε κάθε φορά που σκεφτόμαστε ότι η σχέση μας αντιμετωπίζει κάποια ζητήματα. Ούτε θα πρέπει να ανησυχούμε για τον καβγά που κάναμε την περασμένη Τρίτη. Απεναντίας, ένας καβγάς -τις περισσότερες φορές- σημαίνει ότι οι δυο σύντροφοι ενδιαφέρονται. Και για να το πούμε ακόμη καλύτερα, ένας καβγάς σημαίνει ότι το ζευγάρι συνεχίζει να ενδιαφέρεται! Ωστόσο, πολλοί είναι οι λόγοι που ένα ζευγάρι, έχοντας δημιουργήσει οικογένεια, θα οδηγηθεί στο διαζύγιο.
Είναι αλήθεια ότι ένας χωρισμός κι ειδικά ένα διαζύγιο ανάμεσα σε δύο συντρόφους, τους οποίους μάλιστα τους συνδέουν κι ένα ή περισσότερα παιδιά, δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση. Απεναντίας, πρόκειται για μια πολύ απαιτητική κι επίπονη κατάσταση. Μόνο να σκεφτούμε, ότι ακόμα κι όταν χωρίζουμε από μέτριες ή κακές σχέσεις, υπάρχουν κάποια πράγματα που μας λείπουν και νοσταλγούμε, ακόμα και η συνήθεια του να είμαστε μαζί με κάποιον, με τον οποίο μπορεί και να τσακωνόμαστε με πολύ άσχημο τρόπο καθημερινά κι ασταμάτητα.
Πάμε να το δούμε όμως το θέμα λίγο πιο συγκεκριμένα κι ειδικότερα να αναλογιστούμε τα τρία στάδια απώλειας και πένθους που περνάνε σχεδόν πάντα, οι δύο σύντροφοι, μετά από έναν χωρισμό.
Αρχικά, έχουμε το μεγάλο «Πένθος της Αγάπης», το οποίο περνάει ο ένας από τους δύο συντρόφους ή και οι δύο. Αυτή η δύσκολη κατάσταση έχει να κάνει με το γεγονός ότι ως ανθρώπινο είδος, όλοι μας, -μηδενός εξαιρουμένου- έχουμε ανάγκη κυρίως να αγαπηθούμε! Είναι τόσο μεγάλη και βαθιά αυτή μας η ανάγκη, ώστε με το που ακούσει ο λογικός μας εγκέφαλος τη λέξη «διαζύγιο», αυτόματα πλημμυρίζουν το σώμα μας ορμόνες του στρες και της στενοχώριας. Νιώθουμε καταβεβλημένοι, νιώθουμε ισοπεδωμένοι, νιώθουμε ότι χάσαμε την αγάπη και το ενδιαφέρον ενός ανθρώπου, ακόμη κι αν γνωρίζαμε ότι οι σχέσεις μας ήταν οξυμένες κι αδιέξοδες.
Εν συνεχεία, μπορούμε να μιλήσουμε για το «Πένθος του Δεσμού». Πρόκειται για το «σπάσιμο» της σχέσης, για το τελείωμα εκείνου του δεσμού που ξεκινήσαμε τότε. Τότε που κάναμε τα πάντα για να είμαστε δεμένοι και να «ατσαλώσουμε» τον δεσμό μας, τώρα τον βλέπουμε να χαρακώνεται και να κομματιάζεται. Είναι κι αυτό ένα στενόχωρο βίωμα, αν σκεφτεί κανείς ότι ο άνθρωπος διατηρεί πάντοτε τον διακαή πόθο, τη διακαή επιθυμία του «ανήκειν». Άλλωστε, οι ψυχολόγοι επιμένουν ότι η οικογένεια και ο γάμος -όταν στηρίζονται σε στέρεες βάσεις- αποτελούν ένα πολύ δυνατό «Εμείς», το οποίο πληγώνεται βαθύτατα μέσα από το τελείωμα της σχέσης.
Κι ας πάμε και στο τρίτο και τελευταίο πένθος: αυτό είναι το λεγόμενο «Νομικό Πένθος». Οι δυο σύντροφοι στην αρχή το βιώνουν σαν μια επίσημη σφραγίδα, που επιβεβαιώνει την αδυναμία τους να φέρουν εις πέρας αυτό τον γάμο. Είναι δύσκολο για τους περισσότερους, δεδομένου ότι όλοι όσοι θέλουν οικογένεια, τους ενδιαφέρει να την έχουν δημιουργήσει με αρμονία, με ισορροπία, θεωρώντας ότι όλο αυτό τους προσθέτει πολλά στην προσωπική τους ανάπτυξη κι επιτυχία. Γιατί άραγε να είναι τώρα πιο δύσκολο για τον μπαμπά εκείνον που χώρισε να βγάλει μια φωτογραφία μαζί με τα παιδιά του και να λείπει η μαμά; Γιατί είναι ίσως πιο άβολο -ειδικά στην αρχή- για τη μαμά να τραβήξει βίντεο με τα παιδιά την Κυριακή και να θυμάται ταυτόχρονα τα βίντεο εκείνα που τραβούσαν όλοι μαζί πριν ένα χρόνο;
Καλό είναι να δοκιμάζονται τρόποι, λύσεις και να αναζητούν τα ζευγάρια τη βοήθεια κάποιου ειδικού, προκειμένου να αναζωπυρώσουν τη σχέση τους και να βελτιώσουν τις οικογενειακές τους ισορροπίες. Ωστόσο, η απόφαση του διαζυγίου για ένα ζευγάρι είναι σεβαστή και ιερή, όπως σεβαστή και ιερή είναι και η απόφαση του γάμου τους. Κανένας άλλος δεν πρέπει να πάρει από τα χέρια τους την «ευαίσθητη» πυξίδα, που θα τους οδηγήσει σε μια τόσο ζωτική απόφαση.
Αφού λοιπόν πρέπει να προχωρήσουν μπροστά, -άλλωστε κι η ίδια η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από εξέλιξη- ας διαλέξουν οι ίδιοι το δρόμο αυτό, ας διαλέξουν οι ίδιοι τον τρόπο αυτόν, έναν τρόπο που θα επιτύχει την καλύτερη δυνατή εξέλιξη για ολόκληρο τον πυρήνα της οικογένειας, για τον κάθε σύντροφο ξεχωριστά, για το κάθε παιδί ξεχωριστά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου