«Τι! Κι εσύ; Νόμιζα ότι ήμουν μόνο εγώ». Κάπως έτσι ξεκινάει μια αναπάντεχη φιλία. Μια σχέση μεταξύ δύο ή και περισσότερων ανθρώπων που είχαν την τύχη ή –την ευλογία μερικές φορές– να μπουν ο ένας στο διάβα του άλλου!
Για να την βαρύνω (αλλά κι εμβαθύνω) πιο πολύ τη συζήτησή μας, κάποτε είχε πάρει το μάτι μου κάτι για τα λεγόμενα του Αριστοτέλη περί φιλίας και τα τρία είδη που υπήρχαν γι αυτήν: Φιλία ωφελιμότητας, φιλία απόλαυσης (οι λεγόμενες συμπτωματικές φιλίες) και –τελευταία και πιο σημαντική– η φιλία της αρετής και του αγαθού.
Για τα δύο πρώτα είδη δε θα πω πολλά, μιας κι οι ίδιες οι λέξεις μιλούν από μόνες τους. Στην πρώτη, τα δύο μέρη αλληλεπιδρούν κι αποκομίζουν άμεσα οφέλη ο ένας απ’ τον άλλον, δρώντας χρησιμοθηρικά, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η φλόγα, για να πάρει μπροστά αυτή η φιλία, είναι τα κοινά ενδιαφέροντα, η κοινή απόλαυση. Τώρα, όσον αφορά την τρίτη, τι να πρωτοπεί κάνεις; Πρόκειται για μια σχέση βάθους κι οικειότητας…
Είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι κι οι αξίες που τους χαρακτηρίζουν που αποτελούν τη φλόγα για να πυροδοτηθεί και να διατηρηθεί, εσαεί, αυτή η φιλία. Χρόνος, εμπιστοσύνη, ενσυναίσθηση και πηγαία καλοσύνη, έρχονται και σφυρηλατούν αυτή τη σχέση ζωής! Δεν τα καταφέρνουν όλοι οι άνθρωποι σε αυτό, αλλά όσοι διαθέτουν τα προσόντα και τον χρόνο, δε θα χάσουν ποτέ!
Κάποιοι δηλώνουν φανατικοί αυτού του ιδιαίτερου στο είδος του, δεσμού, ισχυριζόμενοι ότι ο πραγματικός φίλος γνωρίζει τα πάντα για σένα και παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να σε έχει στα έγκατα της καρδιάς του, ενώ για κάποιους άλλους είναι σχεδόν σωτήριο και συνάμα ανακουφιστικό το γεγονός ότι δε χρειάζεται να εξηγήσεις απολύτως τίποτα σε αυτό το πλάσμα. Σε διαβάζει σαν ένα ορθάνοιχτο βιβλίο, έχει φυλλομετρήσει ένα προς ένα τα κεφάλαια της ζωής σου, γνωρίζει μία προς μία την κάθε σελίδα της, έχει εκπαιδευτεί και βιωματικά πλέον στην αντιμετώπιση κάθε σου αντίδρασης και συμπεριφοράς!
Δηλώνοντας παρών, σε κάθε εξέλιξη, ανέλιξη, οπισθοδρόμηση μα κι αλλαγή πορείας ήταν εκεί, βγάζατε μαζί αλάρμ και φλας, για να χαράξει η πένα σας τον δρόμο πάνω στο χαρτί της παράλληλης ζωής σας. Και λαμβάνοντας υπόψιν σου, λοιπόν, όλα αυτά, πώς να μην τον θεωρείς τον πρώτο και τελευταίο άνθρωπο που θα μάθει τα σχέδιά σου, τις αποφάσεις σου, τους ενδοιασμούς και δισταγμούς σου, την ανακούφιση και τη δημιουργική διάθεση που σε διακατέχει;
Κι εδώ είναι το κομβικό κι επίμαχο σημείο που αναρωτιέσαι βαθιά μέσα σου και μπαίνεις στο δίλημμα: Στον φίλο ή στον ψυχολόγο; Ας δώσουμε σε αυτό το σημείο μια επεξήγηση κι ένα σχολιασμό αυτής της περιβόητης ψυχοθεραπείας, που τα τελευταία χρόνια αντηχεί στα αφτιά μας ως κάτι καθημερινό, ίσως και μοντέρνο, που απ’ τη στιγμή που το εφάρμοσαν οι λεγόμενοι «διάσημοι» με επιτυχία, παύει πλέον αυτόματα να ‘ναι στη λίστα με τα δακτυλοδεικτούμενα ταμπού.
Ψυχοθεραπεία∙ μια μορφή παρέμβασης που αποτελείται από τακτικές συνεδρίες (συναντήσεις) με έναν ειδικό ψυχικής υγείας, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τις ανάγκες του θεραπευόμενου. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια στενή συνεργασία ανάμεσα σε δύο μέρη, τον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο. Σε αυτή τη συνεργασία, και τα δύο μέρη συμμετέχουν ενεργά στην προσπάθεια, ο πρωταγωνιστής όμως είναι ο θεραπευόμενος, δεδομένου ότι όλη η προσπάθεια αφορά τη δική του ζωή.
Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού του οριοθετημένου ταξιδιού που λέγεται «ψυχοθεραπεία», το θεραπευτικό συμβόλαιο που ορίζει το κλίμα και το πλαίσιο της συνεργασίας, τη φύση της σχέσης και τον χωροχρόνο μέσα στον οποίο θα τοποθετηθούν αυτά τα δύο άτομα, τα δύο αυτά μέρη συνυπάρχουν κι αλληλεπιδρούν σε ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης, άνευ όρων αποδοχής κι απορρήτου. Ο θεραπευόμενος, μη γνωρίζοντας προσωπικές λεπτομέρειες για τον άνθρωπο που έχει απέναντί του, προβάλλει άφοβα τα συναισθήματά του πάνω σε αυτόν, χωρίς αυτό να ‘χει κάποια συνέπεια αρνητική για τον θεραπευτή του.
Απ’ τη δική του μεριά, ο θεραπευτής έχοντας στη φαρέτρα του όχι μόνο επιστημονική κι εξειδικευμένη γνώση αλλά κι αμέτρητες ώρες προσωπικής –δικής του– ψυχοθεραπείας, μέσα απ’ την εποπτεία ειδικών, έχει μάθει την τέχνη της προστασίας από προσωπικές προβολές και συσχετίσεις. Έχει καταφέρει να γίνει, μέρα με τη μέρα, ο ιδανικός ακροατής που σέβεται, ακούει με προσοχή, αλλά δεν παρεμβαίνει άμεσα στα λεγόμενα του θεραπευόμενού του, είναι ανοιχτός και δεκτικός σε ό,τι του εξομολογηθεί, γιατί γνωρίζει σε βάθος τους ανθρώπους, τους αγαπά, τρέφει ενσυναίσθηση και κατανόηση γι’ αυτούς, για τα αμέτρητα χαρίσματα και για τα λιγοστά πάθη τους.
Χμ, ενδιαφέροντα, και μάλιστα πολύ, ακούγονται όλα αυτά, κι έτσι κι αλλιώς τι πιο αισιόδοξο απ’ το να ξέρεις ότι οτιδήποτε και να σου συμβεί, οποιαδήποτε έκρηξη συναισθημάτων ή σκέψεων σμιλεύει το αψεγάδιαστο πρόσωπό σου, υπάρχει εκεί έξω για σένα ένας ώριμος άνθρωπος, ένας καταξιωμένος επιστήμονας, που θα σου προσφέρει νέες παρατηρήσεις του κόσμου; Ένας ειδικός που θα ‘ναι η αφορμή για να σε κάνει να στρέψεις τον φακό σου πιο εσωτερικά, στην ανεύρεση του πραγματικού πυρήνα της ύπαρξής σου.
Μετά, λοιπόν, από όλη αυτή την κουβέντα γι’ αυτές τις δύο σπουδαίες και ζωογόνες έννοιες, προς τα πού να κινηθεί ένας άνθρωπος που επιδιώκει να βελτιώσει τις σχέσεις του με τους άλλους, που διψά για αυτογνωσία κι αυτοβελτίωση, που βιώνει μια απώλεια, που δυσκολεύεται να χαλιναγωγήσει το άγχος του, που διψά για ευτυχία;
Η απάντηση θα ‘ρθει εκ των έσω, κάνοντας την απλή ερώτηση στον εαυτό μας: Επιβιώνω ή απλώς ζω;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη