Έχεις αναρωτηθεί ποτέ ποιους ανθρώπους θεωρούμε «ευαίσθητους»; Έχεις αναρωτηθεί ποτέ ποια παιδιά φέρνουμε στο νου μας, όταν σκεφτόμαστε τα «ευαίσθητα» παιδιά; Ίσως οι περισσότεροι από εμάς θα φέρουμε στο μυαλό μας τα υπερβολικά συναισθηματικά παιδιά που συνήθως κλαίνε για τον παραμικρό λόγο ή φαίνονται να είναι ντροπαλά και φοβισμένα.
Είναι όμως τελικά σωστή η εικόνα που έχουμε για τα «ευαίσθητα» παιδιά ή μήπως πρόκειται για αρκετά παρεξηγημένα παιδιά, αφού σχεδόν όλοι μας, έχουμε την τάση να βλέπουμε μόνο μια πτυχή της ευαισθησίας τους;
Έρευνες δείχνουν ότι τα ευαίσθητα παιδιά αποτελούν το 15%-20% του πληθυσμού των παιδιών και γεννιούνται με ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο νευρικό σύστημα που αντιδρά κι ανταποκρίνεται γρήγορα στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος, όπως στο φως, στον ήχο, στις μυρωδιές, αλλά και στη συνολική διάθεση των ανθρώπων του περιβάλλοντός τους. Με άλλα λόγια, τα «ευαίσθητα» είναι τα παιδιά εκείνα που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στο συναισθηματικό και φυσικό τους περιβάλλον.
Είναι παιδιά τα οποία μπορεί να αντιληφθούν ακόμη και την παραμικρή αλλαγή στο περιβάλλον όπου ζουν, συνήθως προτιμούν να σκέφτονται πριν ενεργήσουν και θα τα δεις, τις περισσότερες φορές, να είναι ιδιαίτερα ευσυνείδητα. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά δεδομένου ότι έχουν υψηλά επίπεδα διέγερσης, αντιδρούν εύκολα ακόμη και στη συναισθηματική δυσφορία των άλλων. Ο συνδυασμός λοιπόν των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του παιδιού, είναι αυτός που θα καθορίσει αν το ευαίσθητο παιδί θα είναι ένα «δύσκολο» παιδί με έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις, απαιτητικό ή ίσως και υπερκινητικό, ή αν θα είναι ένα ήρεμο και βολικό στην ανάπτυξή του παιδί.
Η επιστήμη της Ψυχολογίας και η Παιδαγωγική, μας λένε ότι το «ευαίσθητο» παιδί το χαρακτηρίζουν δύο πολύ σπουδαία χαρακτηριστικά, η ενσυναίσθηση και η συναισθηματική νοημοσύνη, τα οποία είτε είναι εγγενή ή τα καλλιέργησε με προσπάθεια και κόπο από τους γονείς του και το περιβάλλον του. Πρόκειται για ένα ψυχικά ισχυρό και ανθεκτικό παιδί το οποίο -χάρη στο πρώτο χαρακτηριστικό της ενσυναίσθησης- έχει το χάρισμα να μπαίνει στα «παπούτσια» των άλλων και να βιώνει τη συναισθηματική τους κατάσταση.
Πρόκειται για μια χαρισματική ικανότητα που λίγοι άνθρωποι έχουν και μάλιστα οι ψυχολόγοι ισχυρίζονται ότι η ενσυναίσθηση βασίζεται σε μια εσωτερική, ενστικτώδη κι ανεξήγητη τάση του ανθρώπου να μιμηθεί τις κινήσεις και τις εκφράσεις που παρατηρεί σε ένα άλλο άτομο. Άλλωστε, είναι γεγονός ότι τα παιδιά είναι ιδιαίτερα επιρρεπή στη μίμηση, η οποία αποτελεί βασικό τρόπο στη μάθησή τους.
Τώρα, όσο για το δεύτερο χαρακτηριστικό αυτών των παιδιών, η συναισθηματική νοημοσύνη είναι η ιδιαίτερη ικανότητα που έχουν αυτά τα παιδιά να επικοινωνούν σε βάθος με τους άλλους (γονείς, συνομηλίκους). Είναι η ικανότητά τους να τους πλησιάσουν, να τους μιλήσουν, να τους κατανοήσουν, να τους φερθούν -με πιο απλά λόγια- όπως θα ήθελαν τα ίδια να τους φερθούν. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι πρόκειται για παιδιά που έχουν το χάρισμα να εξερευνούν ασυνείδητα τα βαθύτερα συναισθήματα των γύρω τους.
Οι Salovey και Mayer (1990), περιγράφουν τη συναισθηματική νοημοσύνη ως «το κομμάτι εκείνο της Κοινωνικής νοημοσύνης που περιλαμβάνει τη δυνατότητα παρακολούθησης των συναισθημάτων και των αισθήσεων, τη διαφοροποίηση μεταξύ τους, και τη χρήση τους ως οδηγούς στη σκέψη και τις πράξεις». Βλέπεις λοιπόν κι εσύ, πόσο σημαντική είναι επομένως αυτή η ικανότητα που έχουν αυτά τα παιδιά; Πρόκειται επομένως για παιδιά που -εν τέλει- συνδυάζουν τη συναισθηματικότητά τους με μια δύναμη, η οποία ίσως να μη φαίνεται σε αυτά εκ πρώτης όψεως.
Σε αντίθεση τώρα με το ευαίσθητο παιδί, ένα «αδύναμο» παιδί έχει την τάση να γκρινιάζει, δεν αντέχει τον πόνο και τα προβλήματα, το διακρίνει μια μιζέρια θα λέγαμε κι ίσως γενικά να μπορούσαμε να πούμε ότι φέρεται κάπως παράξενα. Είναι ψυχικά αδύναμο, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες, παραιτείται εύκολα. Θα το δούμε να είναι πολύ συχνά στενοχωρημένο, «βουρκωμένο», να βάζει τα κλάματα χωρίς λόγο. Είναι ένα παιδί που πιθανόν και οι γονείς του να ενισχύουν αυτή την τάση του φόβου και της αδυναμίας του, μη δίνοντάς του πρωτοβουλίες, επεμβαίνοντας ακόμα και στα απλά πράγματα της καθημερινότητάς τους (το ντύσιμό του, το σνακ που θα φάει, το φτιάξιμο της σχολικής του τσάντας). Ίσως αυτοί οι γονείς να μην του είπαν ποτέ για ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει η οικογένεια, για μια απώλεια που βιώνουν οι ίδιοι, για τα επαγγελματικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, θεωρώντας ότι με αυτό τον τρόπο θα το πληγώσουν. Κι όμως. Οι έρευνες μάς δείχνουν ότι συμβαίνει το αντίθετο: όσο πιο πολύ απομακρύνουμε ένα παιδί από τα ζητήματα της καθημερινότητας, τόσο πιο αδύναμο το καθιστούμε.
Όπως θα διαπίστωσες κι εσύ, πρόκειται για δύο παντελώς διαφορετικές περιπτώσεις παιδιών. Οι γονείς το πρώτο πράγμα που είναι καλό να κάνουν είναι να διακρίνουν αυτούς τους δύο τύπους παιδιών. Σε όποια περίπτωση κι αν ανήκει το παιδί τους, το μόνο σίγουρο είναι ότι η επιβράβευση για τις θετικές πράξεις του παιδιού τους, αλλά και η επισήμανση με ωραίο-αληθινό (και όχι «ωμό») τρόπο, θα συμβάλλει στην ομαλή ανάπτυξή του. Όχι ψέματα, όχι «κουκουλώματα» προβλημάτων, όχι γενικά και αόριστα «Μπράβο!», αλλά συγκεκριμένα «Μπράβο!» για συγκεκριμένες πράξεις κι επιτεύγματα των παιδιών.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου