Η «συναισθηματική» ή αλλιώς «ψυχική» πείνα είναι μια μορφής πείνα η οποία ξεκινά από τις πρώτες μέρες που ερχόμαστε στη ζωή. Ως βρέφη όλοι είχαμε ανάγκη από τροφή, υλική αλλά και συναισθηματική. Οι γονείς ήταν εκεί παρόντες για να καλύψουν τις ανάγκες μας, για να μας ταΐσουν, να μας αγκαλιάσουν, να μας φιλήσουν, να μας «ζεστάνουν» με τα χάδια τους.
Οι ψυχολόγοι μάλιστα λένε ότι είναι τόσο σημαντικό το χάδι για ένα βρέφος, ώστε η απουσία χαδιών σε ένα μωρό είναι αναντικατάστατη. Κι αυτό γιατί το βρέφος δεν έχει επίγνωση του σώματός του και των ορίων του, αφού αντιλαμβάνεται ότι είναι «ένα» με τη μητέρα του. Με τα χάδια λοιπόν των φροντιστών του πάνω στο σωματάκι του και την αίσθηση της παλάμης τους, το βοηθάμε να αντιληφθεί σταδιακά τα δικά του όρια, να «γεμίσει» συναισθηματικά και να κάνει το καλύτερο δυνατό ξεκίνημα που μπορεί για την υπόλοιπη ζωή του. Αλλά και το γεμάτο ζεστασιά βλέμμα τους είναι επίσης ένα από τα καλύτερα δώρα που μπορούν να του κάνουν οι γονείς του, αφού το βρέφος καθρεφτίζεται μέσα από αυτούς και χτίζει έτσι από τόσο νωρίς την αυτοεικόνα του.
Και για να κατανοήσουμε πόσο σημαντική είναι η συναισθηματική πείνα όχι μόνο για την ισορροπημένη ανάπτυξη του παιδιού, αλλά για την επιβίωσή του, για την ίδια του τη ζωή, θα σου πω το εξής: Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου, ένας πολύ μεγάλος αριθμός παιδιών έμειναν ορφανά και έτσι ο ελβετικός Ερυθρός Σταυρός φρόντισε ώστε να τα αναλάβουν Ιδρύματα και Ορφανοτροφεία. Παράλληλα, μια μικρή μερίδα παιδιών στάθηκαν πιο τυχερά και υιοθετήθηκαν από κάποιες εθελόντριες οικογένειες. Ο ψυχίατρος που είχε υπό τη μέριμνά του και τις δύο περιπτώσεις παιδιών διαπίστωσε ότι τα πολλά από τα παιδιά που διέμεναν σε ιδρύματα -είτε ως βρέφη είτε ως παιδιά- δεν επιβίωσαν, χωρίς να έχουν κάποιο πρόβλημα υγείας ή ανεπάρκεια τροφής. Αντιθέτως, στα παιδιά που μεγάλωναν σε οικογένειες, δεν παρατηρήθηκε αυτό το θλιβερό φαινόμενο.
Τι συνέβη λοιπόν τότε; Η εξήγηση είναι απλή: Στα ιδρύματα συγχρωτίζονταν εκατοντάδες παιδιά και το προσωπικό ήταν πολύ λίγο για τις ανάγκες που είχαν παρουσιαστεί. Έτσι, αυτό οδήγησε στην σχεδόν αυτοματοποιημένη λήψη τροφής των μωρών, μέσω συρμάτινων βάσεων που ήταν τοποθετημένα τα μπιμπερό, ενώ ακόμη και η περιποίηση και η υγιεινή τους, γινόταν γρήγορα και δίχως να υπάρχει ο χρόνος για την απαραίτητη σωματική επαφή, την τρυφερότητα και τη φροντίδα που έχει ανάγκη ένα μικρό παιδί. Το παραπάνω φαινόμενο κάνει έκδηλη την πρωταρχική ανάγκη του μικρού παιδιού για κάλυψη τόσο της βιολογικής όσο και της συναισθηματικής του πείνας. Είναι μια έννοια η οποία από τότε μπήκε στο «μικροσκόπιο» και της δόθηκε η ανάλογη σημασία, αφού δυστυχώς δεν είναι εύκολα ανιχνεύσιμη και συνήθως οι συνέπειές της φαίνονται όσο μεγαλώνει λίγο το παιδί.
Ένα παιδί λοιπόν στερημένο συναισθηματικά ίσως να είναι ιδιαίτερα προσκολλημένο σε έναν από τους δύο γονείς, ίσως να έχει πολλά «τικ» ή να αναπτύξει πολλούς ψυχαναγκασμούς όσο μεγαλώνει. Ίσως βέβαια να είναι αρκετά «ανθεκτικό» ψυχικά και να μην κλονισθεί έντονα η ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη, ανάλογα πάντα και με την ιδιοσυγκρασία του. Ενδιαφέρον είναι ότι κάποιοι παιδοψυχολόγοι κάνουν λόγο για τα παιδιά «αγριολούλουδα» (παιδιά αρκετά ανθεκτικά σε στερητικά περιβάλλοντα) και τα παιδιά «ορχιδέες» (παιδιά πιο ευαίσθητα και εύθραυστα).
Τέλος, ως ενήλικας αυτό το βρέφος, πιθανόν να έρθει μια φάση της ζωής του που να βρίσκεται σε σύγχυση ανάμεσα στη βιολογική/σωματική του πείνα και τη συναισθηματική. Δηλαδή μπορεί να τον δούμε να αναζητά ξαφνικά και επίμονα φαγητό και μάλιστα όχι κάτι θρεπτικό, αλλά κάτι γλυκό ή έντονα λιπαρό. Πράγματι, υποσυνείδητα η ανία του και το αίσθημα του ανικανοποίητου, βρίσκουν μέσα από το φαγητό τη διέξοδο, κάνοντας το άτομο να νιώθει απασχολημένο και δίνοντάς του προσωρινή ικανοποίηση. Βέβαια, αυτό το άτομο ακόμη και μετά την κατανάλωση του αγαπημένου του φαγητού, δεν έχει την αίσθηση ότι είναι χορτασμένο κι επίσης νιώθει ενοχές, αδυναμία, ντροπή.
Και θα μου πεις και τι να κάνουμε για όλα αυτά; Πώς να ξεπεράσω αυτό το κενό της συναισθηματικής πείνας; Σίγουρα οι πράξεις που μας μειώνουν το στρες και είναι αγχολυτικές πρέπει να είναι πρώτες στη λίστα των προτιμήσεών μας: Να τηλεφωνήσουμε σε κάποιον που μας κάνει να αισθανόμαστε καλύτερα, να παίξουμε ή να φροντίσουμε το κατοικίδιο μας, να αναπολήσουμε τις καλύτερες στιγμές από τις καλοκαιρινές μας διακοπές, να διαβάσουμε κάτι ευχάριστο -γιατί όχι και διασκεδαστικό-, να φτιάξουμε ένα χλιαρό φλιτζάνι τσάι και να το απολαύσουμε στο καθιστικό μας, να ξοδέψουμε μια ολόκληρη ώρα κάνοντας ντους, να γυμναστούμε, να χορέψουμε.
Κι αν πάλι είμαστε γονείς, τι καλύτερο από το να προσπαθούμε καθημερινά να δίνουμε «γλύκα» κι αγάπη μέσα στο σπίτι. Να κοιταζόμαστε στα μάτια με τα παιδιά μας, να τους λέμε «Μπράβο!» για τις ικανότητές τους και να συνεχίζουμε να τα αγαπάμε στις αποτυχίες τους, να τα αγκαλιάζουμε και να τα φιλάμε και να δείχνουμε σε αυτά και στο σύντροφό μας την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου