«Θα πέσω σε κατάθλιψη», «είμαι στεναχωρημένος», «νιώθω τόσο λυπημένη», «μη μου λες τίποτα, δεν έχω όρεξη», «νιώθω μελαγχολικά αυτές τις μέρες και δεν ξέρω γιατί». Σίγουρα θα έχεις πει κι εσύ μία τουλάχιστον από αυτές τις φράσεις ή θα τις έχεις ακούσει από κάποιον. Φράσεις βγαλμένες από την καθημερινότητα όλων μας, φράσεις οι οποίες στην ουσία αντικατοπτρίζουν μια κατάσταση που έχει να κάνει με τη διάθεσή μας και συνήθως είναι συνέπεια ενός δυσάρεστου ή ενοχλητικού για εμάς συμβάντος ή κατάστασης.
Αρχικά λοιπόν να πούμε ότι η θλίψη είναι κάτι διαφορετικό από την κατάθλιψη. Η θλίψη είναι μια πανανθρώπινη εμπειρία και φυσικά δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει ζήσει τη συναισθηματική αυτή εμπειρία. Βέβαια, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν αυτό τον όρο για να εκφράσουν διαφορετικό βαθμό λύπης, με κάποιους να εκφράζουν ακόμη και μικρού βαθμού λύπη και άλλους μόνο για πιο έντονες καταστάσεις.
Έτσι, το να βιώνει κανείς θλίψη και να αισθάνεται στενοχωρημένος για κάποιο σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, είναι απολύτως φυσιολογικό. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι άνθρωποι είμαστε στενοχωρημένοι για μικρό χρονικό διάστημα και πολύ εύκολα, όταν συμβεί κάτι ευχάριστο, η διάθεσή μας επανέρχεται. Μάλιστα, ο ψυχολόγοι επιμένουν ότι οι διακυμάνσεις αυτές της διάθεσης είναι απόλυτα φυσιολογικές και συμβαίνουν πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Επίσης, συχνά αυτή η κατάσταση σχετίζεται με φυσιολογική απάντηση σε ένα ερέθισμα που συνήθως έχει να κάνει με μια αίσθηση απώλειας, όπως ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, ο χωρισμός, η απώλεια εργασίας, η μη πραγματοποίηση των στόχων μας, η απώλεια ενός αγαπημένου μας αντικειμένου, ακόμη και το γεγονός ότι απλώς έτυχε να ξυπνήσουμε με αρνητική διάθεση. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για αντιδράσεις, οι οποίες δεν διαρκούν πολύ, συνήθως δεν επηρεάζουν τη γενική λειτουργικότητα και δραστηριότητα του ατόμου, εύκολα μεταβάλλονται και τροποποιούνται και συνήθως αυτοπεριορίζονται.
Από την άλλη πλευρά, όταν μιλάμε για μείζονα κατάθλιψη, μιλάμε για ένα διάστημα μεγαλύτερο των δύο εβδομάδων να έχουμε καταθλιπτική διάθεση, έντονη απώλεια ευχαρίστησης σχεδόν με ό,τι καταπιανόμαστε, απότομη μείωση ή αύξηση της όρεξής μας για φαγητό, αίσθημα κόπωσης. Επίσης, μπορεί να μας διακατέχει αίσθημα ανικανότητας ή έντονης ενοχής, αλλά και να αντιμετωπίζουμε σημαντική έκπτωση στις γνωστικές μας λειτουργίες (μειωμένη ικανότητα σκέψης, συγκέντρωσης, δυσκολία επίλυσης προβλημάτων και λήψης αποφάσεων) και μια γενική μείωση της λειτουργικότητάς μας.
Σε αυτό το σημείο να πούμε ότι συχνά οι άνθρωποι που υποφέρουν από κατάθλιψη, εκφράζουν σωματικά συμπτώματα για τα οποία είτε δεν εντοπίζεται κάποιο οργανικό αίτιο, ή ανευρίσκεται μεν, αλλά δεν επαρκεί για να εξηγήσει την προκαλούμενη δυσφορία. Εδώ βέβαια έχουμε τη λεγόμενη «σωματοποίηση» της κατάθλιψης και σε κάποιες περιπτώσεις οι σωματικές ενοχλήσεις είναι τόσο βασανιστικές, ώστε το άτομο αναζητά ανακούφιση καταρχήν από αυτές, ανατρέχοντας σε γιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων και κάνοντας πληθώρα ιατρικών εξετάσεων. Η αναγνώριση της υποκείμενης κατάθλιψης πολλές φορές διαφεύγει και από τους ιατρούς, αφού εστιάζουν στο σύμπτωμα για το οποίο προσέρχεται ο ασθενής και δεν είναι υποψιασμένοι ή κατάλληλα εκπαιδευμένοι για να διαγνώσουν την ψυχική πάθηση. Έτσι, δεν είναι λίγες οι φορές που για μεγάλο χρονικό διάστημα, το άτομο νιώθει ότι έχει κάτι ανεξήγητο και ότι οι γιατροί αλλά και οι άνθρωποί του τον αμφισβητούν και τον θεωρούν υπερβολικό και «κατά φαντασίαν ασθενή».
Επίσης, ενδιαφέρον αποτελεί το γεγονός ότι η τυπική ηλικία εμφάνισης του πρώτου καταθλιπτικού επεισοδίου που μπορεί να έχει κάποιος είναι μεταξύ 24-29 ετών, ενώ οι γυναίκες θεωρείται ότι έχουν διπλάσια πιθανότητα εμφάνισης κατάθλιψης, με τα ποσοστά δια βίου επικράτησης της κατάθλιψης να αγγίζουν το 26%, έναντι του 12% των ανδρών.
Σίγουρα δε θα πρέπει να μπερδεύουμε αυτές τις δύο διαφορετικές καταστάσεις: την απλή θλίψη και τη μείζονα κατάθλιψη. Βέβαια, η ύπαρξη ανεξήγητων σωματικών συμπτωμάτων, η παρατεταμένη θλιμμένη διάθεση ή διαταραχών ύπνου που επιμένει καλό είναι να εγείρει τις υποψίες μας κι εκεί καλό είναι τον πρώτο λόγο να έχει ένας ειδικός. Ωστόσο, δε θα πρέπει να ξεχνάμε να δίνουμε στον εαυτό μας και στους άλλους, το χρόνο να βιώσουν μια «στενόχωρη» κατάσταση, μια θλιβερή μέρα, ακόμη και μια θλιμμένη εβδομάδα, να πενθήσουν για κάτι, να βιώσουν μια απώλεια. Είναι άκρως απελευθερωτικό! Για να μπορεί μετά η ψυχή μας να βρεθεί και πάλι σε θέση ενθουσιασμού και να απολαμβάνει με όλο της το «είναι» τις χαρές της ζωής.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου